Της Σοφίας Παπαδοπούλου
Στρατηγικής σημασίας χαρακτηρίζει τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, σε μια δύσκολη χρονική συγκυρία, εν μέσω δύο πολέμων, ο πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα, Μάθιου Λοτζ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη δημοσιογράφο Σοφία Παπαδοπούλου, στο περιθώριο του 8ου Ελληνοβρετανικού Συμποσίου, που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη.
«Η Ελλάδα έχει ήδη, από την αρχή, διαδραματίσει θετικό ρόλο. Και νομίζω πως είναι αναμφισβήτητα, στρατηγικής σημασίας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βρετανός πρέσβης, ερωτηθείς για το πώς βλέπει τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας σε μια τόσο δύσκολη περιοχή. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ουκρανία επισημαίνει πως «η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν άμεση, στηρίζοντας πλήρως την Ουκρανία, την κυριαρχία της, και τις προσπάθειες της Δύσης και του ΝΑΤΟ να βοηθήσουν τους Ουκρανούς στην άμυνά τους -φυσικά, κάνοντας το με προσοχή για να αποφύγουμε την κλιμάκωση».
Σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις, ο κ. Λοτζ υπογραμμίζει τους μακραίωνους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, που έχουν «μεγάλο βάθος και πλάτος» και σημειώνει: «Έχουμε μια μακρά και ιστορική σχέση. Πριν από λίγες μέρες βρισκόμουν στο Ηρώδειο, σε μια συναυλία για τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα. Δεν επρόκειτο μόνο για τον Βύρωνα, αλλά και για τον φιλελληνισμό ευρύτερα, αν και ο Βύρων κατέχει μοναδική θέση. Αν εξετάσουμε μόνο τη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας, και βεβαίως υπάρχουν σχέσεις που προηγήθηκαν αυτής, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα βρέθηκαν ως φίλοι, εταίροι και σύμμαχοι μέσα από μεγάλες συγκρούσεις και περιόδους αναταραχών, όπως κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Πολέμων και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η συμμαχία και η φιλία μας συνεχίζεται». Επισημαίνει, δε, πως η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση «έχει σαφώς αλλάξει τη δομή και τη φύση της θεσμικής μας συνεργασίας, αλλά δεν έχει επηρεάσει τις διαπροσωπικές σχέσεις ούτε τα κοινά στρατηγικά συμφέροντα και αξίες που μοιραζόμαστε».
Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης, η περίπτωση της Αλεξανδρούπολης και οι τομείς επενδυτικού ενδιαφέροντος
Ειδικότερα για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, ο κ. Λοτζ τονίζει την κρίσιμη σημασία της περιοχής στις προσπάθειες της Ελλάδας να καταστεί περιφερειακός ενεργειακός κόμβος. «Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσημη παρουσία στην Ελλάδα από το 1833, και στη Θεσσαλονίκη από το 1912. Αν και δεν έχουμε πλέον επίσημο υποπροξενείο, εξακολουθούμε να εκπροσωπούμαστε μέσω του Βρετανικού Συμβουλίου, το οποίο είναι πολύ ενεργό στην πόλη. Κι εμείς, ως πρεσβεία στην Αθήνα, καταβάλλουμε συντονισμένες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια αναγνώρισης της δυναμικής και της αυξημένης σημασίας της Θεσσαλονίκης και όλης της Βόρειας Ελλάδας καθώς και ανάπτυξης ανάλογης συνεργασίας. Πρόσφατα συμμετείχαμε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, μετά από χρόνια απουσίας […] Όλοι έχουμε ενδιαφέρον για το πώς αναπτύσσεται το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τις υποδομές εδώ, τι συμβαίνει στην Αλεξανδρούπολη, τον ρόλο που παίζει ιδιαίτερα η Βόρεια Ελλάδα στις προσπάθειες της Ελλάδας να γίνει περιφερειακός ενεργειακός κόμβος, ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Ναι, λοιπόν, γίνονται πολλά πράγματα».
Ερωτηθείς, δε, για το αν υπάρχει βρετανικό επενδυτικό ενδιαφέρον για την Αλεξανδρούπολη, ο κ. Λοτζ απαντά πως υπάρχουν Βρετανοί επενδυτές ευρύτερα στον βορειοελλαδικό χώρο κι εξηγεί: «Υπάρχουν Βρετανοί επενδυτές που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα. Λιγότερο, νομίζω, στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, στον αγωγό ή στον Κάθετο Διάδρομο. Όχι ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον, αλλά νομίζω ότι άλλοι έφτασαν πρώτοι εκεί -και οι Αμερικανοί και άλλοι. Έχουμε βρετανικές εταιρείες. Η Lightsource bp είναι μια προφανής περίπτωση. Έχουμε μεγάλα έργα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Bόρεια Ελλάδα, όπως στην Κοζάνη και αλλού. Και, φυσικά, μέσω της BP έχουμε εδώ και πολλά χρόνια τον TAP, τον Διαδριατικό Αγωγό». Εκτός, όμως, των μεγάλων εταιρειών, ο κ. Λοτζ δηλώνει εντυπωσιασμένος και από τις μεμονωμένες επιχειρηματικές κινήσεις τόσο από ελληνικής όσο και από βρετανικής πλευράς, κι εκφράζει την επιθυμία να δει περισσότερες βρετανικές επενδύσεις στην περιοχή, όπως και περισσότερες ελληνικές επενδύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σχετικά με το πού ο ίδιος εντοπίζει επενδυτικό ενδιαφέρον -εκτός της ναυτιλίας και του τουρισμού, δύο παραδοσιακά ισχυρούς τομείς συνεργασίας- ο Βρετανός πρέσβης κάνει ιδιαίτερη μνεία στον φαρμακευτικό τομέα, στον ενεργειακό, αλλά και στην αγορά τροφίμων και ποτών. «Ένας τομέας που συνεργαζόμαστε στενά ως πρεσβεία είναι η υποστήριξη του φαρμακευτικού τομέα. Και έχετε μεγάλες βρετανικές εταιρείες, όπως η GSK και η AstraZeneca, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο εδώ. Παρακολουθούμε επίσης με μεγάλο ενδιαφέρον και υποστηρίζουμε με μεγάλο ενθουσιασμό τη συνεχιζόμενη και πολύ εντυπωσιακή πορεία της Metlen, πρώην Mytilineos, που έχει ήδη τεράστια συμβόλαια σε εξέλιξη, μεγάλες επενδύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και συμβάλλει στη δημιουργία της ενεργειακής υποδομής του Ηνωμένου Βασιλείου -σύνδεση μεταξύ Σκωτίας και βορειοανατολικής Αγγλίας, κάτι που είναι σημαντικό για εμάς ως μέρος της πράσινης μετάβασης. Η Metlen αποτελεί ένα πολύ ισχυρό παράδειγμα. Αλλά υπάρχουν και άλλες. Ειδικά εδώ, υπάρχουν πολλοί παραγωγοί τροφίμων και ποτών που εξάγουν στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το ενδιαφέρον παραμένει ισχυρό και τα ελληνικά προϊόντα είναι πολύτιμα και περιζήτητα».
Ειδική μνεία κάνει ο κ. Λοτζ στον εκπαιδευτικό τομέα, όπου πέραν των χιλιάδων Ελλήνων που ταξιδεύουν εδώ και δεκαετίες στο Ηνωμένο Βασίλειο για να σπουδάσουν, «τα τελευταία χρόνια, πολλά βρετανικά πανεπιστήμια αναπτύσσουν πτυχιακά προγράμματα μέσω κολεγίων στην Ελλάδα», ενώ και η νέα νομοθεσία για τα μη κρατικά πανεπιστήμια προσφέρει, όπως λέει, μια ευκαιρία για μεγαλύτερη συνεργασία. Στο πλαίσιο αυτό εξαίρει τη δουλειά που γίνεται από το British Council στον εκπαιδευτικό τομέα και τις συνεργασίες με κολέγια, όπως το City College και άλλους εκπαιδευτικούς φορείς.
Βρισκόμαστε πολύ μακριά από την «ώρα της διπλωματίας» σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή
Ερωτηθείς εάν υπάρχει περιθώριο να σιγήσουν τα όπλα και να αναλάβει η διπλωματία ρόλο στην επίλυση των συγκρούσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ο κ. Λοτζ, με την εμπειρία του εδώ και 28 χρόνια στο διπλωματικό σώμα, απαντά πως όντως «συγκρούσεις σαν αυτές μπορούν να επιλυθούν μόνο μέσω διαλόγου και διπλωματίας» αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
«Αν και οι δύο συγκρούσεις είναι πολύ διαφορετικές, και σίγουρα τα αίτιά τους διαφέρουν, φοβάμαι ότι σε κάθε περίπτωση είμαστε ακόμη μακριά από το σημείο, που τα όπλα θα σιγήσουν και οι διπλωμάτες θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε και δεν πρέπει να προετοιμάζουμε το έδαφος και να εξετάζουμε το ενδεχόμενο διαλόγου, όπου είναι εφικτό. Αλλά, όσον αφορά την εισβολή στην Ουκρανία, πρέπει να υποστηρίξουμε το δικαίωμα του ουκρανικού λαού στην εδαφική του ακεραιότητα και την υπεράσπιση του κράτους του. Επομένως δεν υπάρχει συζήτηση αν ο άλλος, ο επιτιθέμενος, δεν είναι έτοιμος να αναγνωρίσει το δικαίωμα της Ουκρανίας να είναι κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Και φαίνεται ότι είμαστε πολύ μακριά από αυτό το σημείο».
Στην ερώτηση, δε, εάν η Βρετανία θα συνεχίσει να ενισχύει με όπλα την Ουκρανία, ο κ. Λοτζ -μεταξύ άλλων- λέει: «Έχουμε μια νέα κυβέρνηση από τις 5 Ιουλίου. Ο πρωθυπουργός Στάρμερ, ο υπουργός Άμυνας και ο υπουργός Εξωτερικών ήταν σαφείς όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση και ήταν σαφείς από τη στιγμή που ανέλαβαν την εξουσία ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία στις προσπάθειές της να αποκρούσει την εισβολή της Ρωσίας. Και αυτή είναι σημαντική υποστήριξη, με πολλές διαφορετικές μορφές. Κάπου γύρω στα 3 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως. Και η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να συνεχίσει για όσο χρειαστεί».
Κληθείς να σχολιάσει εάν η παραχώρηση εδαφών από την Ουκρανία, όπως υποστηρίζουν κάποιοι στη διεθνή κοινότητα, θα μπορούσε να οδηγήσει στο τέλος της σύγκρουσης, ο κ. Λοτζ υπογραμμίζει πως «υποστηρίζουμε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Ουκρανίας που υπερασπίζεται την επικράτειά της και την ίδια της την ύπαρξη», επισημαίνοντας πως «δεν είναι δουλειά άλλων να πουν στους Ουκρανούς ότι πρέπει να αποδεχθούν αυτό ή το άλλο». Εφιστά, δε, την προσοχή, σε μια εποχή παραπληροφόρησης, στο τι ακούμε και τι λέμε καθώς και ποια ατζέντα ορισμένοι ενδεχομένως επιδιώκουν να προωθήσουν.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την κατάσταση στη Μέση Ανατολή κι απαντώντας στο ερώτημα αν η βρετανική διπλωματία έχει κάποιο σχέδιο για έξοδο από την κρίση, ο κ. Λοτζ αναφέρεται στις προσπάθειες για εκεχειρία και υπογραμμίζει την ανάγκη «να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε μια ευρύτερη κλιμάκωση». «Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών μας καθώς και ο υπουργός Άμυνας έχουν ταξιδέψει εκτενώς στην περιοχή, τόσο στο Ισραήλ, συνομιλώντας με την Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Όχθη, όσο και στην Ιορδανία και τα κράτη του Κόλπου. Καλούμε σε εκεχειρία εδώ και καιρό. Είναι σημαντικό να μην ξεχάσουμε ότι λίγο περισσότερο από 12 μήνες μετά τις φρικιαστικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου πέρυσι, είχαμε 1.200 ζωές χαμένες, 251 ομήρους και πολλούς ακόμα που δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν. Στη συνέχεια, είχαμε μια τεράστια κλίμακα καταστροφής και θανάτους αμάχων, καθώς και μια ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα που συγκλονίζει και μας απασχολεί όλους. Και στη συνέχεια, η σύγκρουση στο νότιο Λίβανο, η οποία και πάλι προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Η βρετανική κυβέρνηση εργάζεται με τους διεθνείς εταίρους της, με εκείνους γύρω από το τραπέζι του Συμβουλίου Ασφαλείας που συνεργάζονται μαζί μας. Συνεργαζόμαστε με την κυβέρνηση του Ισραήλ και άλλους για να πιέσουμε για την ανάγκη εκεχειρίας και να τονίσουμε την ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια και πρόσβαση. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε μια ευρύτερη κλιμάκωση. Αλλά ταυτόχρονα, υπερασπιζόμαστε χωρίς να είμαστε απολογητικοί το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει, να αμύνεται και να απαντά σε μια τρομοκρατική φρικαλεότητα που, εκτός από τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, είναι σε κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί τα τελευταία χρόνια και είναι σε κλίμακα που το κράτος του Ισραήλ δεν έχει υποστεί από το Ολοκαύτωμα. Είναι μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση. Είναι μια τρομερή σειρά περιστάσεων και υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι. Αλλά, όπως είπα πριν από λίγο, χρειαζόμαστε εκεχειρία ώστε να δοθεί η ευκαιρία στη διπλωματία να αποδώσει, να παρασχεθεί ανθρωπιστική βοήθεια και να εξετάσουμε πώς το Ισραήλ μπορεί να συνεχίσει την ειρήνη και την ασφάλειά του, καθώς και να αντιμετωπιστούν οι νόμιμες ανησυχίες των Παλαιστινίων για ένα δικό τους κράτος κι ένα σταθερό μέλλον».
Σε ερώτηση εάν βλέπει κάποιου είδους επαναχάραξη του χάρτη της Μέσης Ανατολής μετά τα όσα διαδραματίζονται εκεί, ο κ. Λοτζ ξεκαθαρίζει ότι δεν εναπόκειται σ’ αυτόν, ως πρέσβης στην Αθήνα, ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό και τονίζει -μεταξύ άλλων- πως «για όσους ασχολούνται με μεγαλεπήβολες ιδέες στρατηγικής επαναχάραξης, το μόνο που θα πω είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, ως υπεύθυνος διεθνής παράγοντας που πιστεύει και υποστηρίζει το κράτος δικαίου, το διεθνές κράτος δικαίου, πιστεύει επίσης στη σημασία του σεβασμού των κυρίαρχων συνόρων και των εθνικών εντολών κοκ».
Κοινή πρόκληση για την Ευρώπη η αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης
Σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό και πώς το αντιμετωπίζει η Βρετανία, ο κ. Λοτζ επισημαίνει ότι το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης «αποτελεί πρόκληση για όλους μας στην Ευρώπη, είτε είμαστε μέλη της ΕΕ είτε όχι», υπογραμμίζει πως η βρετανική κυβέρνηση είναι πολύ επικεντρωμένη στην αντιμετώπιση αυτής της κοινής πρόκλησης και υπάρχει διάθεση για διεθνή συνεργασία, όπως και στην προηγούμενη διοίκηση.
Ιδιαίτερα στάθηκε ο Βρετανός πρέσβης στην πρακτική των εγκληματικών κυκλωμάτων διακίνησης να χρησιμοποιούν μικρά σκάφη σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους θαλάσσιους διαδρόμους στον κόσμο, αυτόν της Μάγχης, θέτοντας σε μεγάλο κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων που μεταφέρουν. «Τους τελευταίους 12 μήνες είχαμε ήδη πολλές τραγωδίες στη Μάγχη, όπου υπερφορτωμένα μικρά σκάφη έχουν ανατραπεί ή βυθιστεί και άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Έτσι, ενώ η γεωγραφία και το κλίμα είναι λίγο διαφορετικά από το Ανατολικό Αιγαίο -δεν έχουμε χερσαία σύνορα όπως η Ελλάδα στον Έβρο- το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Βρετανοί πολιτικοί όλων των τάξεων κατανοούν τόσο τις δυσκολίες όσο και την ανάγκη για συνεργασία», επισημαίνει ο κ. Λοτζ και τονίζει την ισχυρή συνεργασία που υπάρχει για την αντιμετώπιση των παράνομων αυτών κυκλωμάτων και των δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος που λυμαίνονται τον χώρο.
«Η εταιρική σχέση (σ.σ. στην αντιμετώπιση του φαινομένου) είναι αρκετά ισχυρή ακόμα κι αν δεν είμαστε μέρος του Συμφώνου για τη Μετανάστευση, δεν είμαστε κράτος μέλος της ΕΕ, δεν είμαστε πια στη Frontex», επισημαίνει ο κ. Λοτζ.
«Θα συνεργαστούμε με όποιον εκλεγεί στις ΗΠΑ»
Ερωτηθείς, τέλος, για τις αμερικανικές εκλογές και τι θα σήμαινε για την Ευρώπη τυχόν επανεκλογή Τραμπ, την πολιτική του οποίου ήδη γνωρίζουμε από την προηγούμενη θητεία του, ο κ. Λοτζ επισημαίνει πως «ως δημοκρατικά κράτη, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όταν σχολιάζουμε την εσωτερική πολιτική των συμμάχων και εταίρων μας», αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με τις ΗΠΑ, «που έχει χτιστεί τα τελευταία 150 χρόνια και είναι πολύ σημαντική για εμάς» και υπογραμμίζει πως το σημαντικό είναι λιγότερο οι ατομικές περιπτώσεις και περισσότερο οι πολιτικές που ακολουθούνται και οι κυβερνήσεις που ηγούνται.
«Για το Ηνωμένο Βασίλειο, εναπόκειται στους Αμερικανούς ψηφοφόρους να αποφασίσουν για τον νέο τους Πρόεδρο, αλλά εμείς, όπως είμαι σίγουρος ότι θα κάνει και η ελληνική κυβέρνηση, θα συνεργαστούμε με όποιον εκλεγεί και αναλάβει καθήκοντα τον Ιανουάριο στον Λευκό Οίκο, και θα συνεργαστούμε με την κυβέρνηση τους, γιατί όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη εστίαση ή η “γεύση” ή το στυλ των δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών σε όλες τις χώρες μας, έχουμε θεμελιώδη συμφέροντα και αξίες κοινές ως δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, που πιστεύουν σε μια ανοιχτή οικονομία και παγκόσμιο εμπόριο, και έτσι το συμφέρον μας θα είναι να συνεργαστούμε με όποιον κι αν προκύψει».
Οι αλυσίδες εφοδιασμού στο 8ο Ελληνοβρετανικό Συμπόσιο
Σημειώνεται ότι η όγδοη συνάντηση του Ελληνοβρετανικού Συμποσίου, το οποίο πραγματοποιείται εναλλάξ στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο έφερε στη Θεσσαλονίκη για δύο ημέρες, την περασμένη εβδομάδα, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς, οικονομολόγους, πολιτικούς, ιστορικούς και ειδικούς σε θέματα ασφάλειας για να εξετάσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σε αυτήν την περίοδο αβεβαιότητας, αλλά και τη σημασία των εξελίξεων για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα ευρύτερα. Εξετάστηκαν, επίσης, τα συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου στην περιοχή, πού ήδη υπάρχει συνεργασία και πού μπορεί αυτή η συνεργασία να προχωρήσει έτι περαιτέρω. Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκαν οι αλυσίδες εφοδιασμού σε μια εποχή αβεβαιότητας και, όπως τόνισε ο κ. Λοτζ, «ήταν 48 ώρες πολύ υψηλής ποιότητας συζητήσεων και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες».
Σοφία Παπαδοπούλου
*ΦΩΤ./ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ