Πολυπαιγμένος και πολυδιαβασμένος, σκοτεινός και μηδενιστής, εραστής του παραλόγου και της παγωμένης ειρωνείας, τεχνίτης της γλώσσας, πολύγλωσσος και λάτρης της μουσικής, δραματουργός, σκηνοθέτης αλλά και πεζογράφος, ο Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) παραμένει μέχρι τις ημέρες μας, όσο κι αν η εποχή του βρίσκεται μακριά μας, ένας πρωτοπόρος της τέχνης και του θεάτρου ο οποίος έχει καθιερωθεί εδώ και πολλές δεκαετίας στις προτιμήσεις του μεγάλου κοινού, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ακόμα κι αν το τελευταίο δεν είναι βέβαιο πως βρίσκεται πάντοτε σε αγαστή επικοινωνία με το ριζοσπαστικό και το ανατρεπτικό του πνεύμα.
Την ευκαιρία να θυμηθούμε τον Ιρλανδό μάστορα μάς δίνουν δύο βιβλία του, τα οποία μόλις κυκλοφόρησαν σε εξαιρετική μετάφραση Θωμά Συμεωνίδη, από τα αγγλικά και από τα γαλλικά, από την Εστία. Πρόκειται για την «Τελευταία τριλογία» και για τους «Τρεις διαλόγους». Το πρώτο δείχνει πολλά για το πώς ο ίδιος ετοιμαζόταν να περάσει από την πεζογραφία στη θεατρική σκηνή ενώ το δεύτερο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε και προσπαθούσε να πλάσει από τη μια πλευρά, την καλλιτεχνική του έκφραση και από την άλλη, το δύστροπο (αν μη τι άλλο) είδωλό του για τους ανθρώπους και τον κόσμο.
Η μαύρη κωμωδία, το δηλητηριώδες και πέρα για πέρα διαβρωτικό χιούμορ, η διαρκής αιώρησή του ανάμεσα στα αγγλικά, τη μητρική του γλώσσα, και τα γαλλικά, τη γλώσσα των σπουδών και της πολύχρονης παραμονής του στο Παρίσι, ο εξοντωτικός αυτοσαρκασμός του, ο επίμονος μοντερνισμός του, όλα όσα ξέρουμε για το συνολικό έργο του Μπέκετ, δίνουν γενναία το παρών και στην «Τελευταία τριλογία», με τρία κείμενα γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κατά την πρώιμη δεκαετία του 1980. Ο Μπέκετ παλεύει εδώ διαρκώς με το νόημα μιας ύπαρξης, η οποία υποφέρει από διαρκή αναταραχή και αποσχηματισμό, ψάχνοντας επί ματαίω κάποια θεμέλια είτε στο κοινωνικό της περιβάλλον είτε στο εσωτερικό της τοπίο.
Χρησιμοποιώντας ποικίλα ρηματικά πρόσωπα, αναδεικνύοντας το στοιχείο του χώρου και αλλάζοντας κάθε τόσο τα δεδομένα του αφηγηματικού χρόνου, ο Μπέκετ διευρύνει χωρίς δισταγμό το φάσμα της μοναξιάς, της απομόνωσης, της εγκατάλειψης και της ερήμωσης. Κι αν ξεκινάει από τη βάση της μοναξιάς και της απομόνωσης, δεν αργεί να βρεθεί αντιμέτωπος με το χάσμα του κενού και της αποφόρτισης των πάντων, καταλήγοντας στην αποθέωση και στην απανθρωπιά του Τίποτε, με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση της φθοράς και με επιστέγασμα τον θάνατο (βλ. και τις καίριες επισημάνσεις του μεταφραστή στην εισαγωγή και στον επίλογό του).
Οι «Τρεις διάλογοι» (1949) είναι τρία μικρά κείμενα σε διαλογική μορφή που βασίζονται στις συζητήσεις ανάμεσα στον Μπέκετ και τον κριτικό και ιστορικό τέχνης Ζορζ Ντιτουί. Τα κείμενα έχουν γραφτεί κατ’ αποκλειστικότητα από τον Μπέκετ και παρακολουθώντας προσεκτικά τη σκέψη του δεν θα δυσκολευτούμε να πιστοποιήσουμε την αρραγή ενότητα ανάμεσα στη θεωρία των ιδεών του για τη καλλιτεχνική έκφραση και στην πράξη των δημιουργικών γραπτών του. Ο Μπέκετ δεν εντοπίζει οτιδήποτε που να είναι τόσο σημαντικό ή τόσο ζωντανό ώστε να μπορεί στα σοβαρά να επιζητήσει και να αξιώσει την έκφραση. Οι «Τρεις διάλογοι» συμπληρώνονται από την «Εικόνα», ένα παραδειγματικό κείμενο, όπως γράφει ο Συμεωνίδης, για τον αισθητικό σχηματισμό της εικόνας μέσω της γραφής και κατά προέκταση της εικαστικής διάστασης την οποία φέρει η γραφή του Μπέκετ.
Β. Χατζηβασιλείου