Άρθρο του Καθηγητή Σχεδιασμού Μεταφορών ΕΜΠ Κωνσταντίνου Κεπαπτσόγλου
Μετά από σχεδόν δεκαπέντε έτη, η κυκλοφοριακή συμφόρηση έχει επανέλθει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Μεσολάβησε η περίοδος της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας του COVID19 και της αναπόφευκτης μείωσης τόσο των μετακινήσεων όσο και της χρήσης ΙΧ.
Σήμερα σπαταλούμε σημαντικό επιπρόσθετο χρόνο για τη μετακίνησή μας στην πόλη, ο οποίος έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητά μας, στην υγεία μας και στην τσέπη μας. Ενδεικτικά, 100 επιπρόσθετες χαμένες ώρες ετησίως στο δρόμο αντιστοιχούν χονδρικά σε 1500 € . Αυτό το ποσό θα ήμασταν διατεθειμένοι να καταβάλλουμε για να αποφύγουμε την κυκλοφοριακή συμφόρηση στην πόλη.
Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι σχετικά απλό να εξηγηθεί: πολλές μετακινήσεις, κυρίως με ιδιωτικά μέσα, σε περιορισμένο χώρο. Πολύ απλά, τόσα αυτοκίνητα δεν είναι δυνατόν να «χωρέσουν» στο οδικό δίκτυο της πόλης. Επιπλέον δε, η (εξόχως αντικοινωνική) «μικροπαραβατική» συμπεριφορά μας στο δρόμο επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κυκλοφορία. Το ερώτημα που θέτουν οι πολίτες είναι τι μπορεί να γίνει. Πολλοί δε προτείνουν και από μια λύση. Άλλωστε η χώρα διαθέτει περίπου 10 εκατομμύρια συγκοινωνιολόγους και «συγκοινωνιολογούντες». Επιπλέον δε, περιμένουν από το «κράτος – πατερούλη» να παρέχει ως δια μαγείας μια συνολική διέξοδο για την κάθε ατομική ανάγκη μετακίνησής του καθενός. Ιδανικά δε, αυτή η διέξοδος θα «ξεβολέψει» τους άλλους και θα επιτρέψει σε αυτούς να κινούνται απρόσκοπτα με το ΙΧ τους σε άδειες λεωφόρους.
Η πραγματικότητα είναι ότι κάποιες λύσεις υπάρχουν. Όχι μαγικές, αφού σχεδόν σε καμία πόλη του κόσμου (τουλάχιστον στο μέγεθος της πρωτεύουσας) η κυκλοφοριακή συμφόρηση δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως. Κρίσιμος είναι σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της χρήσης ΙΧ. Τρόποι υπάρχουν, όπως (κυρίως) ο έλεγχος της στάθμευσης, αλλά και η τιμολόγηση χρήσης της οδικής υποδομής. Ο δε αντίλογος περί ανεπάρκειας των εναλλακτικών επιλογών είναι συχνά υποκριτικός. Καταρχάς όλοι μπορούμε να περπατήσουμε αντί να χρησιμοποιήσουμε το ΙΧ μας σε πολλές περιπτώσεις. Επίσης, η συνήθης γκρίνια μας για τα «αργά» και «ανεπαρκή» μέσα μαζικής μεταφοράς είναι συχνά άδικη. Όταν τα μέσα αυτά παρεμποδίζονται από την κυκλοφορία και την παραβατική συμπεριφορά των οδηγών, είναι προφανές ότι θα αργούν. Επίσης, δεν θα είναι ποτέ τόσο άνετα ούτε τόσο καθαρά, ούτε όλοι οι μετακινούμενοι σε αυτά δεν θα είναι του «γούστου» μας. Άλλωστε για αυτό χαρακτηρίζονται «μαζικά». Το εξοργιστικότερο όμως είναι η λογική αρκετών από εμάς: «ας πάρουν οι άλλοι το λεωφορείο για να κινούμαι εγώ σε άδειους δρόμους».
Όσο για νέες υποδομές, ίσως κάποιες να είναι αναγκαίες και θα υποβοηθήσουν τοπικά -και μάλλον προσωρινά- την οδική κυκλοφορία. Όμως, αυτό δεν πρέπει να είναι ο βασικός στόχος μας. Αφενός, όσους νέους δρόμους και να κατασκευάσουμε ή αναβαθμίσουμε (και δεν έχουμε πολλά περιθώρια), αυτοί στο τέλος θα «γεμίσουν» με αυτοκίνητα. Αφετέρου, δίνουμε το λανθασμένο μήνυμα της προσπάθειας περαιτέρω διευκόλυνσης της κυκλοφορίας ΙΧ, ενώ γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο θα προσελκύσει και νέες μετακινήσεις με ΙΧ (το περίφημο παράδοξο του Braess).
Οι ειδικοί επιστήμονες διαθέτουμε τη γνώση και τα εργαλεία για να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε επαρκή συστήματα μεταφορών. Τα εργαλεία όμως αυτά παρέχουν λύσεις που προϋποθέτουν αφενός επαρκείς πόρους από την πολιτεία και αφετέρου ορθολογική συμπεριφορά από τους πολίτες. Και τα δύο απουσιάζουν από τις Ελληνικές πόλεις. Eιδικά η ευθύνη του καθενός μας. Και καλώς ή κακώς οι όποιες λύσεις αποτελούν τανγκό, στο οποίο χορεύουν δυο.