Την αβεβαιότητα ως κυρίαρχο στοιχείο φέρνει στην παγκόσμια οικονομία η πολιτική δασμών που εξήγγειλε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ενώ οι οικονομικές αναλύσεις διαβλέπουν βραχυπρόθεσμα έναν στασιμοπληθωριστικό αντίκτυπο, που αναλύεται σε επιβράδυνση της ανάπτυξης σε συνδυασμό με αύξηση του πληθωρισμού. Παράλληλα με την επαναξιολόγηση της σχέσης τους με τις ΗΠΑ, οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, όπως η ΕΕ, εκτιμάται ότι θα στραφούν στην εσωτερική τους αγορά, αλλά και σε στρατηγικές διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες καθώς ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας προβλέπεται ότι θα οδηγήσει σε αναδιάρθρωση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Τα παραπάνω συμπεράσματα αναδείχθηκαν από τις τοποθετήσεις οικονομολόγων μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, στη συζήτηση με θέμα «What Will Trump’s Economic Policies Mean for the US & Global Economies?» (Τι θα σημάνουν οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ για τις ΗΠΑ και τις παγκόσμιες οικονομίες;), που διεξήχθη στο 10ο Φόρουμ των Δελφών (Delphi Economic Forum X).
Ο Nathan Sheets, επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup (ΗΠΑ), στην τοποθέτησή του (διαδικτυακά) επισήμανε ότι η αβεβαιότητα είναι η λέξη- κλειδί, σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις των εξαγγελιών του Προέδρου Τραμπ στην οικονομική προοπτική των ΗΠΑ. «Συμβαίνουν πολλά, πολύ γρήγορα», εξήγησε, προσθέτοντας ότι η αναμενόμενη αντίδραση των επιχειρήσεων είναι να θέλουν να πατήσουν το κουμπί παύσης, καθώς χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες, να περιμένουν, να δουν. «Αυτό το περιβάλλον προκαλεί δισταγμό στην οικονομική δραστηριότητα», παρατήρησε και εξήγησε ότι «αποτελεί σημαντικό αρνητικό κίνδυνο για την οικονομική δραστηριότητα», εκτιμώντας πως η παραμετροποίηση των δεδομένων οδηγεί σε μία πρόβλεψη μείωσης της τάξης του 1-1,5% στην πραγματική αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ το επόμενο έτος σε σχέση με τις μέχρι πρότινος προσδοκίες, ενώ το μείγμα στασιμοπληθωριστικής πολιτικής και υψηλών δασμών, ενδέχεται να οδηγήσει σε μία αύξηση 1-2 ποσοστιαίων μονάδων στον πληθωρισμό.
Σε ό,τι αφορά τα φορολογικά έσοδα των ΗΠΑ μετά την επιβολή των δασμών, επισήμανε ότι θα είναι εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, «που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση πρόσθετων φορολογικών περικοπών και στον βαθμό που θα συμβεί αυτό, θα παράσχουν κάποια υποστήριξη στην οικονομική δραστηριότητα και στην ανάπτυξη».
Η Dame DeAnne Julius, ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας (ΗΒ), μιλώντας για τις δυνητικά σημαντικές πιέσεις στην παγκόσμια ανάπτυξη την επόμενη περίοδο επισήμανε ότι η αβεβαιότητα συνεπάγεται διστακτικότητα στις επενδύσεις, στις δαπάνες και υψηλότερο πληθωρισμό. «Το στασιμοπληθωριστικό περιβάλλον είναι κάτι πολύ σοβαρό που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι χώρες», σημείωσε. Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη των ΗΠΑ, σημείωσε ότι μια μεγαλύτερη ύφεση θα μπορούσε να προέλθει εν μέρει λόγω των εξελίξεων στο χρηματιστήριο και της μείωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αγαθών στον κόσμο. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, αν και η ΕΕ είναι πολύ κοντά. Έχουμε τους δύο μεγαλύτερους παράγοντες στο εμπορικό ισοζύγιο με εξαιρετικά υψηλούς δασμούς ο ένας για τον άλλον. Αυτό δεν θα σταματήσει όλο το εμπόριο, αλλά σίγουρα θα έχει μια σημαντική συσταλτική επίδραση στο παγκόσμιο εμπόριο. Προβλέπω ότι αυτό θα είναι ένα πολύ μεγάλο αρνητικό σοκ για την παγκόσμια οικονομία», επισήμανε.
Η Janet Henry, επικεφαλής οικονομολόγος στην HSBC (ΗΒ), αναφερόμενη (διαδικτυακά) στην απόφαση του Προέδρου Τραμπ για το πάγωμα των ανταποδοτικών δασμών για 90 ημέρες, παρατήρησε ότι «επειδή είχαμε αυτή την παράταση, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα υπάρξουν το επόμενο διάστημα περισσότεροι δασμοί σε ορισμένους τομείς», προσθέτοντας ότι εταιρείες που έχουν δημιουργήσει αλυσίδες εφοδιασμού τα τελευταία 30 χρόνια, δεν δύνανται να τις μετακινήσουν στο διάστημα των επόμενων τριών ή περισσότερων μηνών.
Σε ό,τι αφορά τις ασιατικές οικονομίες, σημείωσε ότι συναλλάσσονται πολύ περισσότερο με την Κίνα παρά με τις ΗΠΑ και βρίσκονται σε θέση αρκετά χαμηλού πληθωρισμού. Σχετικά με τη στάση της Ευρώπης ανέφερε ότι έχει καταστήσει σαφή την πρόθεσή της να ευθυγραμμιστεί σε κάποιον βαθμό με τις ΗΠΑ σχετικά με την πολιτική της απέναντι στην Κίνα, ενώ «έχουμε δει επίσης τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν την Κίνα ως μέσο διαπραγμάτευσης, είτε πρόκειται για το Μεξικό και τον Καναδά, στη λογική ότι αν επιβάλετε δασμούς στην Κίνα, θα είναι ίσως λίγο πιο εύκολο μαζί σας». «Έχουμε τεράστιες αλλαγές, όλη αυτή τη αναδιαμόρφωση του παγκόσμιου εμπορίου, προφανώς, όμως, δε βλέπουμε κανένα εμπόδιο στις εμπορικές συμφωνίες παγκοσμίως και τώρα πολύ περισσότερο τις διμερείς», επισήμανε.
Ο Rem Korteweg, ανώτερος ερευνητής στο Clingendael Institute (Ολλανδία) σημείωσε (διαδικτυακά) ότι σε αντίθεση με τις στρατηγικές οικονομικής ασφάλειας που υπήρχαν μέχρι πρόσφατα, «οι ΗΠΑ αποτελούν πλέον παράγοντα αβεβαιότητας και αστάθειας». «Βρισκόμαστε σε μια φάση αναδιαμόρφωσης των παγκόσμιων εμπορικών δεσμών», επισήμανε, προσθέτοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ανησυχεί και γι’ αυτό «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στρέφονται στις βασικές αρχές της στρατηγικής οικονομικής ασφάλειάς τους, που είναι πρώτα και κύρια η εστίαση στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, η εστίαση σε βασικές τεχνολογίες όπως οι ημιαγωγοί, η κβαντική, η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία και η άμυνα».
Επικαλούμενος, ωστόσο, την έκθεση Ντράγκι για τους εσωτερικούς φραγμούς στο εμπόριο εντός της ΕΕ σημείωσε ότι «οι εσωτερικές ρυθμιστικές επιβαρύνσεις εντός της ΕΕ, ισοδυναμούν με δασμό 44% στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, και το εμπόριο εντός της ΕΕ είναι πολύ πιο σημαντικό από το εμπόριο με τρίτες χώρες, ακόμα και αν αυτές οι τρίτες χώρες είναι η Κίνα ή οι ΗΠΑ».
Τη συζήτηση συντόνισε, ο Creon Butler διευθυντής στο Global Economy and Finance Program, Chatham House (ΗΒ).
Σμαρώ Αβραμίδου