Τον ήχο του κοντραμπάσου μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης τεχνολογίας, μελετά διπλωματική εργασία, που παρουσιάστηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, και ειδικότερα στο Εργαστήριο Ηλεκτρακουστικής και Τηλεοπτικών Συστημάτων, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Γεώργιου Παπανικολάου, η Λήδα Κοσσυβάκη εστίασε στην καταγραφή και φασματική ανάλυση ενός από τα πιο επιβλητικά και ιστορικά έγχορδα της μουσικής, το κοντραμπάσο. Και συγκεκριμένα, στο πώς οι διαφορετικές τεχνικές ηχογράφησης επηρεάζουν το τελικό ακουστικό αποτέλεσμα.
Το κοντραμπάσο «εμφανίστηκε» τον 16ο αιώνα για να καλύψει τις ανάγκες των χαμηλών φωνών στην ορχήστρα, ενώ «η σύνθετη ακουστική του, που βασίζεται στον αντηχητή Helmholtz και επηρεάζεται από την επιλογή ξύλων όπως το πεύκο και το σφενδάμι, καθιστά το όργανο μοναδικό σε κάθε ηχητική απόδοση», όπως σημειώνεται στη μελέτη. Η σύγκριση, δε, με άλλα έγχορδα, όπως το βιολοντσέλο και το ηλεκτρικό μπάσο, καταδεικνύει ότι «το κοντραμπάσο απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές καταγραφής, καθώς η φυσική του απόδοση δεν μπορεί να αποδοθεί επαρκώς με τις ίδιες μεθόδους».
Πέραν από τη θεωρητική προσέγγιση, πραγματοποιήθηκαν πειραματικές δοκιμές και χρησιμοποιήθηκαν πιεζοηλεκτρικοί μετατροπείς, μικρόφωνα τύπου U89 και ενισχυτές υψηλής απόδοσης, όπως ο MICRO-VR της Ampeg, σε συνδυασμό με μεγάφωνα της Jensen. Η ανάλυση του ήχου κάθε χορδής -από την 4η (E1, 41.203 Hz) έως την 1η (G2, 97.999 Hz)- ανέδειξε «την πλούσια αρμονική δομή του οργάνου και τη δυναμική απόκρισή του σε διαφορετικές τεχνικές παιξίματος, όπως pizzicato και bowing», ενώ «το φάσμα συχνοτήτων της “Ε” ανοιχτής με pizzicato, εμφάνισε έντονα στάσιμα κύματα και αρμονικές, που εκτείνονταν έως τα 400 Hz και η συχνοτική ανάλυση της 2ης χορδής με bowing αποκάλυψε βαθιές και μεστές αρμονικές στις χαμηλότερες περιοχές του φάσματος».
Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν με το λογισμικό REW επιβεβαίωσαν, όπως σημειώνεται, ότι «η χρήση κάψας προσφέρει την πιο καθαρή και ελεγχόμενη αποτύπωση του ήχου, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με κατάλληλο ενισχυτή και μεγάφωνο». Αντίθετα, «το μικρόφωνο, αν και δίνει έναν πιο φυσικό και πλούσιο ήχο, παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε εξωτερικούς θορύβους και λιγότερο έλεγχο στις χαμηλές συχνότητες».
Η μελέτη καταλήγει στη διαπίστωση ότι «ο ιδανικός τρόπος καταγραφής του κοντραμπάσου, ειδικά σε ζωντανές ή ηχογραφημένες εμφανίσεις, όπου απαιτείται καθαρότητα και σταθερότητα, είναι μέσω πιεζοηλεκτρικών μετατροπέων».
ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ ΑΠΕ-ΜΠΕΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΕΛΤΕΣ