«Σε τι οφείλονται τελικά τα μικροπλαστικά στις αλπικές λίμνες» – Τι έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας του «Limnads Project»

Τους τελευταίους 20 μήνες, η ομάδα των «Λιμνάδων» (LiMnADs Project) ανεβαίνει στα απότομα μονοπάτια της Βόρειας Πίνδου, κουβαλώντας σακίδια με ορειβατικό αλλά και επιστημονικό εξοπλισμό που ξεπερνά τα 30 κιλά ανά άτομο. Προορισμός τους: οι παγετωνικής προέλευσης αλπικές και υποαλπικές λίμνες που φωλιάζουν σε υψόμετρα άνω των 2.000 μέτρων. Εκεί, σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα τοπία της Ελλάδας — τη Δρακόλιμνη Τύμφης — στην καρδιά του Εθνικού Δρυμού συνέλεξαν δείγματα, με σκοπό να απαντήσουν, μεταξύ άλλων, στο ερώτημα: «Σε τι οφείλονται τελικά τα μικροπλαστικά στις αλπικές λίμνες;»

Έχοντας διανύσει το ίδιο «δρομολόγιο» σε περισσότερες από οκτώ ερευνητικές αποστολές, οι ερευνητές συνέχισαν την έρευνά τους στα εργαστήρια, αναλύοντας τα ευρήματα, προκειμένου να διαπιστώσουν αν τα μικροπλαστικά που εντοπίζονται σε αυτά τα υψόμετρα σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα ή και με άλλους παράγοντες, όπως η αερομεταφορά.

Όπως εξηγούν στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τα μέλη του LiMnADs Project, ο υποψήφιος διδάκτορας στο εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χρήστος Σαλμάς και ο υποψήφιος διδάκτορας στο Scott Polar Research Institute, του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Κωνσταντής Αλεξόπουλος, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα μικροπλαστικά μπορούν να συνδεθούν με την ανθρωπογενή παρέμβαση, ωστόσο σε τέτοιου είδους περιβάλλοντα η απόθεση μικροπλαστικών μέσω του αέρα, της βροχής και του χιονιού, παίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο. «Το εγχείρημα αυτό αποτελεί την πρώτη μελέτη που καταγράφει μικροπλαστικά σε ένα τόσο απομακρυσμένο ελληνικό περιβάλλον, γεμίζοντας σημαντικά κενά γνώσης που έχουμε σχετικά με την εξάπλωση των μικροπλαστικών σε απομακρυσμένα περιβάλλοντα. Η έρευνα βασίστηκε στην ταυτοποίηση των πολυμερών – της χημικής “ταυτότητας” δηλαδή του υλικού – με χρήση της φασματοσκοπίας Ράμαν, εφαρμόζοντας μία μέθοδο που συν-αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας ΓΠΑ και στο τμήμα Μεταλλείων-Μεταλλουργών Μηχανικών ΕΜΠ» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σαλμάς και προσθέτει ότι αυτή η μεθοδολογία μπορεί να είναι διορατική για τη δειγματοληψία μικροπλαστικών σε απομακρυσμένες περιοχές.

Παράλληλα, διαπίστωσαν ότι οι περισσότερες ίνες και θραύσματα που βρέθηκαν έχουν υποστεί εκτεταμένη γήρανση, γεγονός που συνδέεται με την ηλιακή ακτινοβολία που φτάνει στην επιφάνεια της λίμνης. «Όσο μεγαλύτερο το διάστημα που βρίσκεται μία ίνα στο περιβάλλον, τόσο μεγαλύτερος και ο βαθμός γήρανσής της. Ωστόσο, ένα μέρος του συνολικού υλικού δεν είχε υποστεί γήρανση, δεδομένο που ενδεχομένως υποδεικνύει πρόσφατες εισαγωγές μικροπλαστικών στην λίμνη, καθώς η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε μετά την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο», τονίζει ο κ. Σαλμάς.

Σύμφωνα με τον κ. Αλεξόπουλο οι αλπικές λίμνες της Ελλάδας είναι ένα hotspot βιοποικιλότητας, «μία όαση για μεγάλο αριθμό προστατευόμενων ειδών, πολλά από τα οποία συναντώνται μόνο εκεί» και ένα ιδιαίτερο και εύθραυστο περιβάλλον.

«Όταν αναφερόμαστε σε μικροπλαστικά, κάνουμε λόγο για ανθρωπογενή επίπτωση, είτε αυτή είναι άμεση, είτε είναι έμμεση. Αυτή τη στιγμή, τα βουνά της Ελλάδας πολιορκούνται από κάθε πλευρά, από τις παράνομες διανοίξεις δρόμων, από τον κατακερματισμό των οικοσυστημάτων , και την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Η πίεση από τα μικροπλαστικά, αλλά και η ρύπανση γενικότερα, είναι σαν να αφαιρούμε ένα ακόμα τουβλάκι από τον πύργο ‘Τζένγκα’ – αδυνατίζουμε την υγεία, και επομένως τη σταθερότητα, του οικοσυστήματος . Είτε η εισαγωγή τους είναι άμεση μέσα από τον τουρισμό, είτε έμμεση με την αερομεταφορά, η επόμενη ερώτηση που οφείλουμε να κάνουμε είναι το πώς θα αποτρέψουμε, ή τουλάχιστον μειώσουμε, την εισαγωγή τους σε αυτά τα οικοσυστήματα εξ αρχής. Αυτό είναι τόσο θέμα εφαρμογής της νομοθεσίας, όσο και θέμα ορειβατικής κουλτούρας, που δυστυχώς στη χώρα μας, αυξάνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό από ό,τι η επισκεψιμότητα των βουνών», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Αλεξόπουλος. «Έχουν μαζευτεί μέσα ή γύρω από τη λίμνη σακούλες, περιτυλίγματα από μπάρες, ακόμη και υπνόσακος. Όλο αυτό δείχνει μία μεγάλη έλλειψη ορειβατικής κουλτούρας και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης», σημειώνει.

Πώς έγινε η έρευνα και τι αναλύθηκε

Οι ερευνητές του «LiMnADs Project» πραγματοποίησαν επιτόπιες δειγματοληψίες για τη διερεύνηση της ρύπανσης εγκαθιστώντας νέα επιστημονικά όργανα κάνοντας επίσης υποβρύχιες μετρήσεις. Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σαλμάς οι ώρες ανάβασης και κατάβασης ανέρχονται γύρω στις 12 δίχως να συνυπολογιστούν αυτές της ξεκούρασης στο ενδιάμεσο και προσθέτει ότι τα δείγματα από τη λίμνη λήφθηκαν σε δύο στάδια. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε με ένα «δίχτυ πλαγκτόν», συγκεντρώνοντας υλικό από συνολικά περίπου 5.000 λίτρα νερό απ’ την επιφάνεια της λίμνης. «Τα μικροπλαστικά έχουν μέγεθος εξίσου μικρό ή και μεγαλύτερο από το πλαγκτόν, και έτσι το πυκνό αυτό δίχτυ μπορεί να τα συγκρατήσει. Από εκεί και πέρα αποθηκεύσαμε τα δείγματα νερού και τα φέραμε στο εργαστήριο προκειμένου να τους αφαιρέσουμε το βιολογικό ή και οργανικό υλικό, δηλαδή το φυτικό υλικό και μικροοργανισμούς (όπως το πλαγκτόν) και να συγκρατήσουμε μονάχα τα πιθανά μικροπλαστικά. Αφού εφαρμόσαμε τη μεθοδολογία μας στη συνέχεια τα ταυτοποιούμε μέσω της χημικής τους σύστασης, για να καταλάβουμε περισσότερα για το πλαστικό από το οποίο προήλθαν και συνεπώς και την πιθανή προέλευσή τους – όπως μπουκάλι, σακούλα, ρουχισμός», περιγράφει ο κ. Σαλμάς.

Η μελέτη, όπως εξηγούν οι ερευνητές, έδειξε ίνες και κομμάτια μικροπλαστικών σε μεγέθη από 150 μικρόμετρα (μm) έως και 5 χιλιοστά (mm) και επισημαίνουν ότι παρόλο που οι αλπικές λίμνες είναι απομακρυσμένες, και συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλή ανθρώπινη δραστηριότητα, εντούτοις είναι ρυπασμένες με μικροπλαστικά.

«Παρά τη σημαντική ανάπτυξη της έρευνας για τα μικροπλαστικά τα τελευταία 10 χρόνια, η δειγματοληψία σε απομακρυσμένες περιοχές παραμένει πρόκληση. Στην Ελλάδα, η έρευνα σχετικά με τη ρύπανση από μικροπλαστικά αφορά κυρίως τα θαλάσσια περιβάλλοντα και τα ποτάμια και τις λίμνες χαμηλότερων υψομέτρων. Πρόσφατα, μικροπλαστικά έχουν επίσης αναφερθεί στα υπόγεια ύδατα, με πιθανές επιπτώσεις για τις καλλιέργειες. Ωστόσο, τα οικοσυστήματα σε μεγάλο υψόμετρο παραμένουν ελάχιστα μελετημένα, τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Η απόσταση και οι υλικοτεχνικές προκλήσεις της δειγματοληψίας σε τέτοια περιβάλλοντα, τα οποία είναι δυσπρόσιτα και εκτεθειμένα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθιστούν την ανάπτυξη ενός βελτιστοποιημένου πρωτοκόλλου εξαγωγής και ανίχνευσης ακόμη πιο κρίσιμη, αλλά και περίπλοκη, από ό,τι σε αστικές, περιαστικές ή αγροτικές περιοχές. Η εξασφάλιση αξιόπιστων αποτελεσμάτων σε τέτοιες συνθήκες απαιτεί όχι μόνο ισχυρές μεθόδους ποσοτικοποίησης και ανάλυσης αλλά και αυστηρά μέτρα δειγματοληψίας και ελέγχου της μόλυνσης για την ελαχιστοποίηση της απώλειας δειγμάτων», σημειώνουν οι ερευνητές.

Σκοπός, όπως τονίζει ο κ. Σαλμάς είναι η παρακολούθηση των τόπων αυτών, τόσο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όσο και για αυτές των ανθρωπογενών παρεμβάσεων ενώ από την πλευρά του ο κ. Αλεξόπουλος επισημαίνει ότι το δύσκολο εγχείρημα ήταν η δημιουργία μιας μεθοδολογίας επιστημονικά ορθής «κομμένης και ραμμένης για τις συνθήκες έρευνας σε δύσκολα και απομακρυσμένα περιβάλλοντα όπως είναι μία αλπική λίμνη». «Είναι σημαντικό για εμάς ότι φτιάξαμε τη μεθοδολογία και έχουμε πλέον ένα πρωτόκολλο, το οποίο το χρησιμοποιούμε τα τελευταία δύο χρόνια σε εφτά διαφορετικές αλπικές λίμνες της βόρειας Πίνδου. Προάγεται έτσι και η συνεργασία αλλά και η διάχυση αυτής της επιστημονικής γνώσης και για έρευνα σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα στις αλπικές λίμνες των Πυρηναίων ή των Άλπεων όπου θα μπορούσε κι εκεί να εφαρμοστεί».

Η ομάδα που διεξήγαγε την έρευνα αποτελείται από τους: Χρήστο Σαλμά (υποψήφιο διδάκτορα στο εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), Κωνσταντή Αλεξόπουλο (υποψήφιο διδάκτορα στο Scott Polar Research Institute, του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ), Ιωάννη Παπανικολάου (καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας- Γεωλογίας), Ελένη Βασιλείου (Δρα στη Σχολή Μεταλλειολόγων – Μεταλλουργών Μηχανικών του ΕΜΠ) και την Μαρία Περράκη (καθηγήτρια στη σχολή Μεταλλειολόγων – Μεταλλουργών Μηχανικών του ΕΜΠ). Η έρευνα έγινε με την υποστήριξη του Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO Βίκου-Αώου, και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών / Meteo Gr.

Φωτο/Credits: Κωνσταντής Αλεξόπουλος

Ιωάννα Καρδάρα

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com