«Έξω από την κρίση», είναι ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύει η «Frankfurter Allgemeine Zeitung», επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα η κρίση του κορονοϊού διέκοψε μεν μια πολλά υποσχόμενη ανοδική πορεία, αλλά και τώρα η χώρα «δεν αφήνει την πανδημία να την αποθαρρύνει».
Σύμφωνα με τον συντάκτη, η Ελλάδα, αφότου έχασε το 25% του ΑΕΠ της κατά την κρίση του ευρώ, το 2019 παρουσίασε και πάλι ανάπτυξη και μάλιστα πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά τώρα, λόγω του κορονοϊού, θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια κατ’ αρχήν δραστική συρρίκνωση του ΑΕΠ.
«Η οικονομία της Ελλάδας βιώνει από το προηγούμενο έτος υψηλά επίπεδα αισιοδοξίας. Η τιμή που μετρήθηκε από την Eurostat είχε αρχίσει να αυξάνεται σημαντικά πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, καθώς οι Έλληνες ανέμεναν κυβερνητική αλλαγή με τον φιλελεύθερο Κυριάκο Μητσοτάκη και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Από το καλοκαίρι του 2019, οι Έλληνες συγκαταλέγονταν στους περισσότερο αισιόδοξους στην Ευρώπη και πέτυχαν την κορυφαία ευρωπαϊκή τιμή του 113,2 τον Φεβρουάριο του 2020», αναφέρει η FAZ και σημειώνει ότι την ίδια ώρα στην Γερμανία η αντίστοιχη τιμή ήταν 101,2. Τονίζει δε ότι προκαλεί τώρα κατάπληξη το γεγονός ότι με την πανδημία η διάθεση των Ελλήνων δεν έχει αλλάξει.
«Οι Έλληνες έχουν εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων και μπορούν να αντέχουν πολλά», δηλώνει στην εφημερίδα ο Νίκος Μαγγίνας, επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ έτερος Έλληνας οικονομολόγος, ο οποίος δεν κατονομάζεται, εξηγεί ότι «οι Έλληνες βλέπουν την τρέχουσα κρίση ως προσωρινή και, εκτός από τα προβλήματα του τουρισμού, πολλοί πιστεύουν ότι το χειρότερο έχει περάσει».
«Οι Έλληνες ενθαρρύνονται στη σχετικά θετική εκτίμηση της κατάστασης από το γεγονός ότι χάρη στις προσεκτικές κυβερνητικές πολιτικές, η χώρα τους δεν αισθάνθηκε ιδιαίτερα την πανδημία», συνεχίζει ο συντάκτης και παραθέτει τα επίσημα στοιχεία σχετικά με τα κρούσματα κορονοϊού και τους θανάτους από την Covid-19.
Η εφημερίδα φιλοξενεί ακόμη δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος εξηγεί ότι, σύμφωνα με την ακαδημαϊκή έρευνα, «όσο καλύτερα αντιμετωπίσει μια χώρα την πανδημία, τόσο ταχύτερη είναι η ανάκαμψη από την κρίση». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, ώστε να εκτιμηθούν οι προοπτικές της Ελλάδας πιο θετικά απ’ ό,τι το έκανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία προβλέπει ύφεση της τάξης του 9% για το τρέχον έτος: «Η ανάπτυξη της Ελλάδας έδειξε το α’ τρίμηνο του 2020 ακόμη μεγαλύτερη δυναμική απ’ ό,τι η υπόλοιπη ΕΕ. Η διάθεση των καταναλωτών είναι σχετικά καλή, η βιομηχανία έχει αναπτυχθεί καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τα τελευταία χρόνια, οι τομείς των τροφίμων και των φαρμάκων συνέχισαν να αναπτύσσονται».
Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η γερμανική εφημερίδα αναφέρει ότι «υπάρχουν πολλά σημάδια ότι ο τζίρος έχει μειωθεί κατά 70%-80% σε σχέση με το 2019», αλλά, όπως διευκρινίζεται, οι οικονομολόγοι της Τράπεζας της Ελλάδος υπογραμμίζουν ότι η σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία δεν πρέπει να υπερεκτιμάται: «Αντιπροσωπεύει το 6,8% του ΑΕΠ ετησίως και εμμέσως περίπου το 10%», αναφέρει ο κ. Στουρνάρας.
Ο αρθρογράφος επισημαίνει ακόμη ότι η Ελλάδα είχε σε αυτή την κρίση καλύτερη θέση εκκίνησης από ό,τι π.χ. η Ιταλία, η οποία και προ πανδημίας κατευθυνόταν προς ένα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 3%. Η Ελλάδα όμως έκλεισε το 2019 με πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό και επομένως έχει σημαντικά μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών. «Για το 2021, η Ελλάδα θα είναι σε σχέση με το μέγεθος της εθνικής της οικονομίας ένας από τους σημαντικότερους δικαιούχους του νέου ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα απαλλάξει τον κρατικό προϋπολογισμό από τη χρηματοδότηση της ήδη προγραμματισμένης αύξησης των επενδύσεων και ταυτόχρονα θα ανεβάσει τη διάθεση στη χώρα», αναφέρεται στο άρθρο. Επισημαίνεται δε ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «έχει κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες έγκρισης για επιχειρήσεις που επιθυμούν να επενδύσουν». Αυτό, όπως αναφέρει ο συντάκτης, όχι μόνο επέτρεψε την έναρξη της κατασκευής του μεγαλύτερου έργου στην ελληνική κτηματαγορά, την ανάπτυξη του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, έναντι 8 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά επίσης και πολλά μακροπρόθεσμα έργα με επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ βρίσκονται τώρα στην αφετηρία και μπορούν να βοηθήσουν στη υπέρβαση της οικονομικής επιβράδυνσης.