Ο Ρένος Νεκτάριος Παυλάκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το βιβλίο του «Ο Πλους, μια συζήτηση για τη ζωή και το θάνατο»

   Για θέματα που αφορούν το καθημερινό γίγνεσθαι, τη ζωή, τον θάνατο και την άλλη ζωή, καθώς και την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει και να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό, μιλά στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στην Ελένη Μαχαίρα ο Ρένος Νεκτάριος Παυλάκης, ιδιαίτερος γραμματέας του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.

   Ακολουθεί η συνέντευξη και η άκρως ενδιαφέρουσα προσέγγιση του συγγραφέα:

   – Διεισδυτικά και πρωτότυπα, καταθέσατε στο βιβλίο σας «Ο Πλους, μια συζήτηση για τη ζωή και τον θάνατο», τις απόψεις σας. Τι σημαίνει για εσάς ζωή;

   – Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ο άνθρωπος προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ή καλύτερα σε αυτό το υπαρξιακό ζήτημα. Εκατοντάδες φιλόσοφοι και στοχαστές στην ιστορία της σκέψης και της διανόησης προσπάθησαν να ορίσουν τη ζωή. Δεν γίνεται. Τις περισσότερες φορές ο ορισμός εξαρτάται από την ερμηνεία που επιθυμούμε να δώσουμε και η ερμηνεία που δίνουμε συνήθως εξαρτάται από τις αισθήσεις μας και από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον αισθητό κόσμο, γνωστικά και βιωματικά. Σίγουρα είναι σημαντικοί παράγοντες το γνωστικό και το βιωματικό επίπεδο του καθενός. Αλληλεπιδρούν αυτά.

   Ετυμολογικά ότι είναι η αναπνοή, εκ του ρήματος ζάω. Δεν είναι όμως αρκετό. Μπορούμε να προσεγγίσουμε τη ζωή μόνον εννοιολογικά.

   Προσωπικά, προσεγγίζω την έννοια της ζωής μέσα από την άρρηκτη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Υπάρχει ένα ζηλευτό και σοφό δελφικό παράγγελμα, το οποίο λέει «Τω βίω μη μάχου», δηλαδή μην εναντιώνεσαι στο βίο σου, μην πολεμάς τη ζωή σου. Πολύ ωραία φράση! Ξεκινά αποφατικά για να καταλήξει σε μια σπουδαία εννοιολογική κατάφαση, η οποία όμως κατάφαση δεν αναφέρεται, αλλά εννοείται και υφίσταται. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη δικής μου επινόησης φράση, «ταυτίσου με το θείο», τότε δημιουργείται μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία, η οποία μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για το πνευματικό μονοπάτι του καθενός από εμάς σε αυτόν τον κόσμο. Η ταύτιση με το θείο ουσιαστικά μας οδηγεί δυνητικά σε μια από τις γενεσιουργές αιτίες της δημιουργίας της ζωής.

   Η ζωή επομένως είναι η πορεία μας προς την θέωση, την κατά χάριν ταύτιση με το θείο. Προοριζόμαστε για αυτό και έχουμε την δυνατότητα να το πετύχουμε.

   Μεταφορικά θα έλεγα ότι η ζωή είναι ένα μυστήριο. Ένα μυστήριο με έντονη εσχατολογική και σωτηριολογική προοπτική. Αυτό το μυστήριο δεν εξαντλείται μόνον στον επίγειο βίο μας. Είναι μυστήριο αγάπης. Όπως και ο θάνατος είναι μυστήριο αγάπης. Για αυτόν τον λόγο δεν αρκεί κάτι να μπορούμε να το αποδείξουμε ή να το κατανοήσουμε. Πρέπει να εισέλθουμε σε αυτό εμπειρικά και, για να γίνει αυτό, πρέπει να μυηθούμε, να γίνουμε μύστες και εμείς, να βιώσουμε το κάθε μυστήριο. Όταν κάτι το παρατηρείς, το περιγράφεις, αλλά δεν μετέχεις σε αυτό, τότε δεν το βιώνεις και ως συνέπεια αυτού δυσκολεύεσαι να το καταλάβεις. Πρέπει να γίνεις μέρος αυτού του μυστηρίου. Να το βιώσεις!

   

   – Και ο θάνατος; Ο βίαιος αποχωρισμός από ό,τι βιώνουμε; Ο φόβος του χωρισμού από τα εγκόσμια;

   – Ο θάνατος ως γεγονός λειτουργεί νομοτελειακά. Αργά ή γρήγορα έρχεται. Οι άνθρωποι εκ φύσεως αισθανόμαστε φόβο για το άγνωστο και το μυστήριο του θανάτου μας φοβίζει. Με απλά λόγια οι άνθρωποι φοβόμαστε όχι τον θάνατο αυτόν καθαυτόν. Φοβόμαστε αφενός τον χωρισμό από πρόσωπα και πράγματα που μας συνδέουν σε αυτόν τον κόσμο και αφετέρου φοβόμαστε το άγνωστο. Δεν έχουμε μνήμη θανάτου. Επειδή έχουμε άγνοια φοβόμαστε. Αυτό που δεν μας είναι γνωστό μας φοβίζει. Από την άλλη, το δέσιμο με πρόσωπα και πράγματα εδώ στη γη μάς κάνει να αναπτύσσουμε αισθήματα φοβικά, τα οποία δεν αποβάλλονται εύκολα, γίνονται σύνδρομα και μας συνοδεύουν μέχρι τέλους. Καθημερινές απλές ή σύνθετες συνήθειες. Πρόσωπα οικεία και αγαπημένα, που βλέπουμε και σκεπτόμαστε και νοιαζόμαστε καθημερινά. Ακόμη και τα υλικά αγαθά. Δενόμαστε μαζί τους. Όλα αυτά κτίζουν ένα μεγάλο ψυχογενές οικοδόμημα, που δεν είμαστε διατεθειμένοι να το αφήσουμε εύκολα. Το αισθανόμαστε ως μέρος του εαυτού μας και όχι άδικα. Τα κεκτημένα, τα δικά μας. Αν αναλογιστούμε βέβαια τι είναι πραγματικά δικό μας και τι όχι, καθώς και το απειροελάχιστο του έμβιου βίου μας σε σχέση με την απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου και την αιωνιότητα, τότε θα συνειδητοποιήσουμε τη μοναδικότητα αλλά και τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης. Οι άνθρωποι όμως απωθούμε το άγνωστο. Θάνατος δεν υπάρχει! Απλά ο άνθρωπος χωρίζεται από το σώμα και η ψυχή του πηγαίνει σε μια άλλη διάσταση, σε μια άλλη κατάσταση, στη κατάσταση της μεσότητος. Είναι μια κατάσταση «αναμονής», σχηματική η λέξη ώστε να μπορέσουμε να το προσεγγίσουμε με την περιορισμένη ανθρώπινη αντίληψη. Και τι αναμένουμε; Την ανάσταση φυσικά. Την αναγέννηση.

   Εννοείται ότι δεν επιδιώκει κανείς τον θάνατο και δεν τον επιζητά, αλλά πρέπει πάντοτε να είμαστε προετοιμασμένοι. Αυτό που θεωρούμε σκότος είναι στην πραγματικότητα το φως. Τότε θα ατενίσουμε το πραγματικό φως και δεν θα θέλουμε να επιστρέψουμε, ακόμη κι αν αυτό θα ήταν εφικτό.

   

   – Στο βιβλίο σας κινείστε στο επίπεδο του Θεολογικού και Φιλοσοφικού σταχασμού, συμπυκνώνοντας την υπάρχουσα συσσωρευμένη γνώση. Ωστόσο, μετά τον θάνατο που επέρχεται και νομοτελειακά, η ψυχή χάνεται ή απλά εξέρχεται του σώματος και συνεχίζει την αέναη πορεία της; Υπάρχει γνώση επ’ αυτού;

   – Η ψυχή ενοικεί στο σώμα με τη σύλληψη. Σκέψου ότι η ψυχή δεν υφίστατο πριν από τη δημιουργία του σώματος, οπότε το δέσιμο που δημιουργείται μεταξύ τους είναι τόσο δυνατό, που ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι εκ των πραγμάτων κάτι ιδιαίτερα δυνατό και οδυνηρό. Σπάει μια αδιάσπαστη ενότητα, μια δεδομένη αρμονία. Το επιτρέπει ο Θεός! Δεν είναι ο Θεός ο αίτιος του θανάτου, αλλά η πτώση του ανθρώπου. Κάποτε ο άνθρωπος απολάμβανε τη μακαριότητα ως ισόθεος. Μετά όμως ισορροπεί σε μια γραμμή που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τη στιγμή που θα περάσουμε τη «γραμμή», τα αισθητήριά μας δεν θα λειτουργούν.

   Μέχρι εκείνη την στιγμή τα πάντα στον αισθητό κόσμο τα αντιλαμβανόμασταν μέσω των αισθήσεών μας. Από εκείνη όμως την στιγμή και μετά καθένας λειτουργεί μόνον με την ψυχή. Το μοναδικό μέσο αντίληψης, συνείδησης και επικοινωνίας είναι η ψυχή. Αυτό για τον άνθρωπο είναι άγνωστο και πλέον γίνεται μοναδικό και πρωτόγνωρο. Απόλυτα εξοικειωμένος με τις αισθήσεις του σώματος, καλείται να προσαρμοστεί σε μία νέα πραγματικότητα όπου η ψυχή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι όταν μάλιστα η ψυχή είναι αδούλευτη, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα. Τη στιγμή του αποχωρισμού το σοκ είναι πολύ πιο ισχυρό όταν δεν έχει δουλέψει στη ζωή του με τα συναισθήματα, με την συνείδηση και με την πνευματική του οικοδομή. Είναι εκπληκτικό ότι όταν η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα, ο άνθρωπος στην αρχή συνειδητοποιεί ότι είναι εκτός του σώματός του. Σκέψου ως εμπειρία να βλέπεις το σώμα σου εκτός από αυτό. Το βλέπεις να κείτεται νεκρό και τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι έχεις πεθάνει και βλέπεις πλέον με τα μάτια της ψυχής. Εκεί ξεκινά μια νέα πραγματικότητα η οποία υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική. Ο πρώτος φόβος, το σοκ και η έκπληξη σταδιακά γίνονται εξοικείωση στη νέα κατάσταση. Συνηθίζουμε πλέον το νέο πνευματικό μας σώμα και εγκαταλείπουμε τον κόσμο των αισθήσεων. Αισθήσεων, που μας χρειάζονται μόνον για τη επίγεια ζωή μας.

   

   – Ποια είναι η θέση της Εκκλησίας για την αναγέννηση, τη μεταθανάτια ζωή;

   – Η Εκκλησία μάς δίνει μια ζώσα προοπτική αθανασίας. Αυτή η προοπτική λειτουργεί εσχατολογικά και μέσα από την εσχατολογία της καθώς και την συνολική της διδασκαλία μάς ετοιμάζει να διαβούμε αυτό το πνευματικό μονοπάτι της πνευματικής επίγειας ζωής μας.

   Πολλοί επιστήμονες και διανοητές κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν δίνει πειστικές απαντήσεις για τη δημιουργία του κόσμου, για τη ζωή, τον θάνατο και για τη μεταθανάτια κατάσταση. Εγώ συμφωνώ με αυτές τις θέσεις. Η Εκκλησία και η θεολογία της δεν προσπαθεί να δώσει καμία πειστική εξήγηση, ούτε την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν έρχεται να σε πείσει. Έρχεται να σε βοηθήσει, να σε ετοιμάσει και να σε ανακαινίσει. Να σε κάνει εν ελευθερία να δεις ένα φως, το οποίο θα σε οδηγήσει στην αλήθεια. Η μόνη πειστική εξήγηση για την περιορισμένη αντίληψη και την πεπερασμένη διανόηση του ανθρώπου είναι αυτή που μας δίνει η κατ’ επίφασιν επιστήμη. Όμως η πειστική εξήγηση που δίνει η επιστήμη είναι εκ των πραγμάτων ατελής και περιορισμένη, γιατί προέρχεται και απευθύνεται στην ανθρώπινη λογική. Και λέω κατ’ επίφασιν γιατί καμία επιστημονική γνώση δεν είναι ολοκληρωμένη εάν δεν περιλαμβάνει και το μεταφυσικό στοιχείο. Δεν μπορείς να εξαιρέσεις το θείο από την έρευνα. Είναι σαν να δομείς ένα οικοδόμημα σε σαθρό έδαφος. Είναι ατέλεια. Ο άνθρωπος πιστεύω ότι αναζητεί το υπερβατικό και το μεταφυσικό ως εξήγηση, γιατί αυτό το κληρονόμησε από τον ίδιο τον Θεό που τον δημιούργησε. Θα τολμήσω να υποστηρίξω ότι υπάρχει στο γονιδίωμα του κάθε ανθρώπου μια καταχωρισμένη, μια αποθηκευμένη γνώση, η οποία μας ωθεί στο μεταφυσικό και στο θείο. Είναι κάτι ως αρχέγονη και έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να αναζητήσει το θείο και μέσα από το θείο να βρει τις απαντήσεις, τις οποίες εκ των πραγμάτων δεν του επιτρέπει ο ανθρώπινος νους. Το πνευματικό μονοπάτι που ανέφερα είναι ο ασφαλής δρόμος της πνευματικότητας που αναπτύσσουμε. Η πνευματικότητα ενός εκάστου αποτελεί την οδό της τελειώσεως και αυτή οδηγεί τον άνθρωπο σε θεοπτία. Αυτό όμως δεν είναι αναγκαίο να συμβεί μετά θάνατον. Μπορεί να πραγματοποιηθεί και στον παρόντα βίο μας. Όταν λέμε θεοπτία, εννοούμε τη θέα και τη μετοχή των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Όχι της ουσίας Του! Η ουσία Του είναι αμέθεκτη και ασύλληπτη για εμάς είτε πριν είτε μετά τον θάνατο. Δυνάμεθα κατά χάριν να μετέχουμε στις ενέργειές Του.

   Ο Θεός είναι παντού μέσα μας. Στην αναπνοή μας, στον κτύπο της καρδιάς μας, στην ακοή μας, στην ψυχή μας. Είναι μέσα μας. Εμείς δεν Τον βλέπουμε, γιατί είμαστε τυφλοί πνευματικά. Όταν πεθάνουμε όμως οι οφθαλμοί μας θα ανοίξουν. Και τότε θα βιώσει η ψυχή μια ανεπανάληπτη εμπειρία, μια πραγματικότητα μοναδική.

   

   – Υπάρχουν ο Παράδεισος και η Κόλαση; Πώς ορίζονται, κατά την άποψή σας;

   – Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν μπορούν να προσδιοριστούν χωροταξικά. Δεν μπορείς να πεις είναι εδώ ή είναι εκεί. Δεν μιλάμε για τόπο, αλλά για κατάσταση. Είναι καταστάσεις, οι οποίες μάλιστα έχουν προέλευση μια κοινή άκτιστη πηγή. Η πηγή τους είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Η προσέγγισή τους μπορεί να γίνει, αλλά μόνον ως εμπειρία. Εάν προσπαθήσει κάποιος να δώσει τοπική – γεωγραφική διάσταση, τότε κάνει το απόλυτο λάθος. Τα έσχατα, δηλαδή τα τέλη, βιώνονται ήδη από τον υπάρχοντα βίο μας. Ο Παράδεισος και η Κόλαση βιώνονται κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής μας ως δύο διαφορετικές εμπειρίες. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει για ακόμη μία φορά η εσωτερική πνευματική μας κατάσταση. Αυτό το πνευματικό μονοπάτι δημιουργεί τα βιώματα, την εμπειρία ζωής. Η εμπειρία αυτή είναι η δυνατότητα της θέωσης εν ζωή, εν τω κόσμω. Η δυνατότητα να ενωθείς με τον ίδιο τον Θεό μέσα από τις ενέργειές Του και να βιώσεις την εμπειρία του ακτίστου φωτός, της θεότητάς Του. Έτσι προγεύεσαι, προ-απολαμβάνεις.

   Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει με μια ωραία λέξη την κόλαση ως «αμεθεξία». Αμιγώς ορθόδοξη και πλέον παραστατική για τον άνθρωπο είναι επίσης η εικόνα, την οποία μας δίνει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. Περιγράφει την κόλαση ως δύο ανθρώπους, οι οποίοι είναι δεμένοι οπισθάγκωνα. Δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Ζουν, αλλά δεν κοινωνούν μεταξύ τους, δεν μετέχουν ο ένας στον άλλο. Βιώνουν την ακοινωνησία. Αυτό είναι η κόλαση, η ακοινωνησία. Το να μην έχεις τη δυνατότητα να επικοινωνείς αγαπητικά με τα αγαπημένα σου πρόσωπα. Παράδεισος αντίστοιχα είναι η κοινωνία αγάπης, η μέθεξη, η αγαπητική κοινωνία των προσώπων!».

   

   – Μιλήστε μας και για την αγάπη, την υπέρτατη αξία της…

   – Η τελειότητα και η αρμονία του σύμπαντος είναι απόλυτα πνευματική. Κι αυτό ανθρώπινα καλύπτεται από την αγάπη του δημιουργού ως προς το δημιούργημά του. Σε αυτή την διάσταση, λοιπόν, η αγάπη βιώνεται και από τις ψυχές που ενοικούν εντός αυτής όχι ως συναίσθημα αλλά ως απόλυτη ψυχική συνύπαρξη και ταύτιση. Ακόμη κι αν κάποια ψυχή, όσο ήταν στη γη, δεν εισέπραξε και δεν έδωσε αγάπη, εκεί βιώνει κάτι πρωτόγνωρο και μοναδικό. Γι’ αυτό, ακόμη κι αν μπορούσε κάποια ψυχή, δεν θα επέλεγε να επιστρέψει στον γήινο κόσμο μας. Η αγάπη είναι ένα τεράστιο πνευματικό μέγεθος.

   Η αγάπη δημιουργεί ένα απίστευτο, μοναδικό και πρωτόγνωρο δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και του ανθρώπου με το θείο. Άνθρωποι που μπορούν και αγαπούν με απλότητα και ανιδιοτέλεια, αγαπούν βαθιά. Η αγάπη αυτή μπορεί να νικήσει και να ξεπεράσει πολλά εμπόδια. Η ταύτιση που δημιουργεί στους ανθρώπους αυτό το συναίσθημα εξάπτει το θυμικό και λειτουργεί ως αφετηρία και τερματισμός των πάντων. Άλλωστε, υποστηρίζουμε ότι ο Θεός από αγάπη μάς δημιούργησε! Η αγάπη είναι η απόλυτη ενεργειακή δύναμη μέσα στη δημιουργία, μέσα στο σύμπαν. Μολονότι δεν τη βλέπουμε, την αισθανόμαστε, τη βιώνουμε, την απολαμβάνουμε.

   Πιστεύω ότι η αγάπη είναι ένα θεμελιώδες συστατικό για να πορευθούμε στο επίγειο πενυματικό μονοπάτι και να βιώσουμε κάποια στιγμή τις άκτιστες θείες ενέργειες, αλλά και να έχουμε αληθινή εμπειρία του θείου, του υπερβατικού. Και εάν επιθυμούμε να βιώσουμε με πληρότητα τις άκτιστες ενέργειες του Θεού τότε η αγάπη πρέπει να είναι ανόθευτη, ειλικρινής και θυσιαστική. Χωρίς θυσία η αγάπη δεν είναι ολοκληρωμένη. Δύσκολο για τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά απαραίτητο.

   

   – Ευγνώμων!

   ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

   Ο Ρένος Νεκτάριος Παυλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του έζησε σε επαρχιακές πόλεις, εξαιτίας των μεταθέσεων του πατέρα του ο οποίος ήταν αξιωματικός του Στρατού. Κατόπιν, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπου μεγάλωσε και περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, στο 2ο Λύκειο Αγίας Παρασκευής.

   Από μικρός πίστευε στο θείο, στο μη ορατό αλλά και στο εναλλακτικό. Μετά το Λύκειο θεώρησε ότι καλό θα ήταν να γίνει ζωγράφος και προετοιμαζόταν σε ειδικό εργαστήριο για να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Σύντομα τα σχέδιά του άλλαξαν εξ αφορμής της αγοράς ενός βιβλίου, από το οποίο προέκυψαν διάφοροι προβληματισμοί και πολλά υπαρξιακά θέματα και αποφάσισε να γίνει Θεολόγος. Σπούδασε στην Ανώτατη Εκκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών και κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων στο Θεολογικό Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατόπιν πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Ψυχολογία, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Συμβουλευτική Παίδων και Ενηλίκων στο Λονδίνο.

   Η δεύτερη μεταπτυχιακή του εργασία, είχε το πρωτότυπο θέμα «Η ανθρώπινη αντίληψη ως τρόπος πρόληψης και αντιμετώπισης της πρώιμης κατάθλιψης» (The human perception as a way to prevent the early depresion).

   Εργάσθηκε για εννέα χρόνια ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, αλλά μη δυνάμενος να τηρήσει το προκαθορισμένο πλαίσιο και έμφορτος ποικίλων συναισθημάτων, αποφάσισε να το αφήσει και να ασχοληθεί με κάτι δύσκολο, αλλά συνάμα εποικοδομητικό και ωφέλιμο, να κάνει οικογένεια! Έτσι το έτος 2010 νυμφεύθηκε την Κατερίνα και από το 2012 έχουν μια υπέροχη θυγατέρα, την Υβόννη.

   Στον ελεύθερο χρόνο του, γράφει ποιήματα, στίχους τραγουδιών, άρθρα, θέματα δρωμένων καθώς και διαλόγους θεατρικών έργων.

   Αγαπά την μελέτη της μυθολογίας, της ιστορίας και της αστρονομίας.

   Αναπαύεται στους ήχους της κλασικής μουσικής, της ηλεκτρονικής μουσικής, της έντεχνης ελληνικής μουσικής και επιλεκτικά της ροκ.

   Σέβεται το διαφορετικό αλλά αποδέχεται μόνο αυτό που τον αναπαύει ψυχικά.

   Μολονότι μεγάλωσε με το μονοτονικό, έμαθε το πολυτονικό γιατί πιστεύει ότι με αυτό είναι διαφορετική η εκφορά του λόγου και το ηχόχρωμα στη φωνή.

   Δύο είναι τα μότο του στη ζωή, τα οποία ενθυμείτε από την σοφή γιαγιά του: «χρόνου φείδου» & «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις».

   Θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες αρετές στον άνθρωπο είναι, η «διάκριση» και η «επιμονή» και πιστεύει στη θεία πρόνοια!

   Εργάζεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών από τον Ιανουάριο του 1996 και από το 2010 έως σήμερα είναι γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του Αρχιεπισκόπου.

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com