Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι επιπτώσεις που ενδεχομένως έχουν οι κάπως τεταμένες σχέσεις μεταξύ Αμερικής και Κίνας, οι πιθανότητες μιας δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η άνοδος της ακροδεξιάς και τα καινούργια δεδομένα που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη στην δημοσιογραφία ήταν μόνο κάποια από τα θέματα που συζητήθηκαν σε μια συνέντευξη με τον καταξιωμένο δημοσιογράφο και αρχισυντάκτη διεθνών ειδήσεων στην Financial Times, Άλεκ Ράσελ (Alec Russell, Foreign Editor FT) με την δημοσιογράφο του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Εύα Γουέμπστερ.
Ο βραβευμένος δημοσιογράφος, πρώην αρχισυντάκτης του FT Weekend, και συγγραφέας τριών βιβλίων σχετικά με τα Βαλκάνια και την Αφρική, όπου υπηρέτησε επί σειρά ετών ως ξένος ανταποκριτής, θα είναι ένας εκ των ομιλητών στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιείται στις 10-13 Απριλίου στην ιστορική πόλη των Δελφών, όπου θα συμμετέχει σε συζητήσεις για μια σειρά γεωπολιτικών θεμάτων.
Σχετικά με αυτές, σημείωσε ότι το φόρουμ των Δελφών έρχεται σε μια πολύ σημαντική στιγμή:
Άλεκ Ράσελ: Η παγκόσμια τάξη πραγμάτων της μεταψυχροπολεμικής εποχής πλέον επανεξετάζεται πλήρως, επανασχεδιάζεται, αναδιαρθρώνεται και αυτό θα βρίσκεται στο επίκεντρο δύο εκ των συζητήσεων στις οποίες συμμετέχω. Μία από αυτές εξετάζει τον ρόλο της G7 και αν αυτό μπορεί ακόμα να είναι το ηγετικό όργανο για τον κόσμο, ή εάν συμβαίνουν τόσα πολλά, όντως, αυτή τη στιγμή – που αφορούν έναν πόλεμο στην Ουκρανία, έναν πόλεμο στη Γάζα, τις εντάσεις μεταξύ Αμερικής και Κίνας – που στην πραγματικότητα ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανασχηματίσουμε τα πράγματα, αλλά απλά να διατηρήσουμε αυτό που έχουμε και να το καταστήσουμε λειτουργικό. Και μια άλλη συζήτηση στην οποία θα συμμετάσχω θα εξετάσει τη θέση του Παγκόσμιου Νότου, των λεγόμενων Μεσαίων Δυνάμεων…όπου πιστεύω βαθύτατα ότι η Δυτική Ευρώπη και η Αμερική θα έπρεπε να ξανασκεφτούν τη σχέση τους με τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Τέλος, θα μιλήσω με έναν Αμερικανό στρατηγό για τον πόλεμο, ειδικότερα για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ερώτηση: Στο παρελθόν έχετε προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο ‘κόπωσης με την Ουκρανία’ και έχετε υποστηρίξει ότι είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να εστιάζουμε στη υποστήριξη της Ουκρανίας. Το πιστεύετε ακόμη αυτό; Πιστεύετε ότι τα γεγονότα στη Γάζα έχουν επιπτώσεις σε αυτή την προσπάθεια;
Αλεκ Ράσελ: Το πιστεύω εξίσου βαθιά όσο ποτέ, αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ αυτών που παρακολουθούν στενά τον πόλεμο στην Ουκρανία ότι η Ρωσία ίσως προσπαθήσει να πραγματοποιήσει μια νέα επίθεση, θα προσπαθήσει να περάσει τις γραμμές που είναι λίγο-πολύ παγιωμένες τον τελευταίο χρόνο. Και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ρωσικές δυνάμεις μπορεί να σκέφτονται να κάνουν κάτι τέτοιο είναι ότι η Ουκρανία δεν έχει λάβει τα όπλα που ήλπιζε και τη χρηματοδότηση, από την Αμερική ειδικότερα. Και επίσης επειδή η Ρωσία γνωρίζει ότι υπάρχει μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας μεταξύ των συμμάχων της Ουκρανίας, υπάρχει ένα είδος πνεύματος ανησυχίας για το τι συμβαίνει στον πόλεμο, πώς μπορεί να συνεχίσει να διεξάγεται…Άρα νομίζω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό. Όσοι μιλούν για δυνατότητα διευθέτησης και το να προχωρήσουμε, αγνοούν τα θεμελιώδη διδάγματα της ιστορίας, και ότι αν δώσεις σε έναν επιτιθέμενο ιμπεριαλιστή αυτό που θέλει, απλώς επιστρέφει ζητώντας περισσότερα. Μια τελευταία σημείωση: πρόσφατα ήμουν στην Ουάσιγκτον, μιλώντας με ανθρώπους που είναι κοντά στον Τραμπ, και δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία ότι εάν ο Ντόναλντ Τραμπ εκλεγεί για δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο τον ερχόμενο Νοέμβριο, πολλοί άνθρωποι του στενού του περιβάλλοντος θα πιέσουν να έρθει σε συμφωνία για την Ουκρανία και να εγκαταλείψει τον πόλεμο – και νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ένα φοβερό λάθος.
Ερώτηση: Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μπαίνει στον τρίτο χρόνο και η κρίση στη Γάζα εξαπλώνεται στην Ερυθρά Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή, θα έπρεπε η προοπτική να κερδίσει ο Τραμπ τις Αμερικάνικες εκλογές να μας κάνει να κοντοσταθούμε; Πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να προετοιμαστεί καλύτερα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Αλεκ Ράσελ: Καλή ερώτηση. Νομίζω ότι η πιθανότητα ο Ντόναλντ Τραμπ να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία τον Νοέμβριο θα πρέπει σίγουρα να κάνει όλους να σταματήσουν για να σκεφτούν, και όχι μονάχα στην Ευρώπη. Πρόσφατα ταξίδευα στην Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ και εντυπωσιάστηκα από το πώς αυτή η ανησυχία γίνεται πλέον αισθητή σε όλο τον κόσμο. Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Αμερικής στην Ασία το σκέφτονται πολύ σοβαρά. Ουσιαστικά, βέβαια, καταρχήν δεν γνωρίζουμε αν ο Τραμπ θα επανεκλεγεί. Όποιος σου πει ‘άκουσέ με, σου λέω ότι θα κερδίσει εύκολα!’, δεν το ξέρει, κανείς δεν ξέρει. Μπορεί να μην εκλεγεί. Αλλά, ακόμα κι αν υπάρχει, ας πούμε, μια πιθανότητα 50-50 – που φαίνεται λογικό να το δει κανείς έτσι, καθώς τα πολιτικά της Αμερικής στις πρόσφατες εκλογές ήταν απελπιστικά κοντά – πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη την προοπτική να υπάρξει μια δεύτερη θητεία και αυτό θα είχε δραματικές συνέπειες. Τώρα, ποιες θα ήταν αυτές οι συνέπειες, πάλι, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην παρασυρθούμε υπερβολικά: βεβαίως και δεν ξέρουμε. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ένα ιστορικό του να λέει κάθε λογής πράγματα, στα οποία μετά δεν δίνει συνέχεια, και επίσης του αρέσει πολύ να αιφνιδιάζει τον κόσμο, να λέει ένα πράγμα και να κάνει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Παρόλα αυτά, όπως σημείωσα πριν λίγο, κάποιοι από τους στενούς του συμβούλους αλλά και ο ίδιος, έχουν δώσει σήμα ότι θα έχουν απαίτηση από τα Ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να χρηματοδοτούν πολύ περισσότερο την Συμμαχία από ό,τι κάνουν τώρα, και δεν έχουμε λόγο, νομίζω, να πιστεύουμε ότι δεν το εννοεί. Επομένως, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημά σας, τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη, θα πρέπει να προετοιμάζεται μανιωδώς. Πριν από οκτώ χρόνια, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν μια κάποια έκπληξη… οι περισσότεροι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας στην Ευρώπη πίστευαν ότι η Χίλαρι Κλίντον μάλλον θα κέρδιζε. Αυτή τη φορά, οι άνθρωποι που κάνουν τις ίδιες δουλειές – διοικούν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, διευθύνουν μεγάλες εταιρείες ή κατέχουν μεγάλες θέσεις στις Βρυξέλλες – έχουν έξι μήνες, ή και λιγότερο τώρα, για να αρχίσουν να σκέφτονται αυτό το ενδεχόμενο. Και ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να σκεφτούν, όσον αφορά τους πολιτικούς τουλάχιστον, είναι η άμυνα και ο επανεξοπλισμός. Νομίζω ότι αυτό είναι απολύτως κομβικό.
Ερωτηση: Έχει υπάρξει μια στροφή τα τελευταία χρόνια προς μια ολοένα αυξανόμενη πόλωση της πολιτικής, μια στροφή προς ακροδεξιά κόμματα και πολιτικές μαζί με μια “αποδύναμωση” του φιλελευθερου, δημοκρατικού κέντρου. Εάν τα εκλογικά σώματα φέρουν πιο πολλές ακροδεξιές κυβερνήσεις στην εξουσία, στην Ευρώπη κυρίως αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου, τι επιπτώσεις πιστεύετε ότι θα έχει αυτό στις διεθνείς εξελίξεις;
Αλεκ Ράσελ: Κάνετε αυτήν την ερώτηση σε μια πολύ καλή στιγμή ενόψει των ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών εκλογών, οι οποίες θα θεωρηθούν ως ένας ανεμοδείκτης, ας πούμε, για τη δύναμη των ακροδεξιών, λαϊκιστικών κομμάτων. Εδώ θα έκανα την επισήμανση ότι, μερικές φορές, οι πολιτικοί που θεωρούμε ακροδεξιοί μπορούν να μας εκπλήξουν. Έτσι, η Giorgia Meloni στην Ιταλία είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση πολιτικού που ανέλαβε την εξουσία με την υποστήριξη ακροδεξιών κομμάτων, έχοντας ένα ιστορικό που σχετίζεται με αυτή την πλευρά της ιταλικής πολιτικής και έχει κυβερνήσει αρκετά συνετά και έξυπνα, δεν κυβερνά ως το στερεότυπο ακροδεξιού πολιτικού. Άρα, θα πρέπει να το έχουμε κατά νου. Τούτου λεχθέντος, μια άνοδος της ακροδεξιάς στην ευρωπαϊκή πολιτική θα οδηγούσε σε αύξηση της σκληρής, αντιμεταναστευτικής ρητορικής. Όλο αυτό το θέμα είναι πολύ προβληματικό για τους κεντρώους Ευρωπαίους πολιτικούς, επειδή έχουν χάσει την επαφή με ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού τους σώματος. Φαίνεται, άλλωστε, και στις δημοσκοπήσεις. Νομίζω ότι το άλλο ζήτημα, ένα μεγάλο ζήτημα, είναι αυτό της εξωτερικής πολιτικής, το θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία. Στα δεξιά κινήματα στη Γαλλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες υπάρχει – όπως θα έλεγαν – μια μεγαλύτερη “κατανόηση” της ρωσικής θέσης. Θα υποστήριζα ότι αυτή είναι μια αρκετά εξωφρενική θέση, δεδομένης της φύσης του ολοένα και πιο τυραννικού ρόλου του Πούτιν, αλλά νομίζω ότι μια άνοδος της δεξιάς σε θέσεις ισχύος στην Ευρώπη θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεξέταση της θέσης της Ευρώπης έναντι της Ρωσίας, με τεράστιες συνέπειες για την Ουκρανία.
Ερώτηση: Βλέπετε κάποιου είδους αποτέλεσμα για την Ουκρανία και τη Ρωσία, κάποιου είδους τέλους για τον πόλεμο;
Αλεκ Ράσελ: Λοιπόν, προφανώς, αυτό είναι το μεγάλο, μεγάλο ερώτημα. Νομίζω ότι, όσο οδυνηρό κι αν ακούγεται αυτό, πρέπει να θυμόμαστε ότι μερικές φορές οι μεγάλοι πόλεμοι μπορεί να διαρκέσουν πολύ. Έχουμε συνηθίσει στη Δύση σε πολύ γρήγορους πολέμους τις τελευταίες δεκαετίες, σίγουρα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Υπάρχει πιθανότητα ότι όλο αυτό θα συνεχίσει για καιρό, αρκετά χρόνια ακόμη, ότι καμία πλευρά δεν θα δώσει πολύ έδαφος, αλλά και καμία πλευρά δεν θα προωθηθεί σημαντικά. Για να χρησιμοποιήσουμε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ως αναλογία, τώρα είμαστε σαν το 1915-1916, με δύο ή τρία χρόνια ακόμη μπροστά μας. Μίλησα στην αρχή για την πιθανότητα μιας ρωσικής προέλασης. Είχα μια συζήτηση πάνω σε αυτό χθες το βράδυ με έναν από τους πιο διακεκριμένους στρατηγικούς συγγραφείς και στοχαστές στη Βρετανία, έναν σπουδαίο ειδικό σε θέματα στρατιωτικής τακτικής και στρατηγικής. Η άποψή του ήταν ότι η Ρωσία δεν έχει ακόμη τη στρατιωτική ικανότητα να διαπεράσει τις ουκρανικές γραμμές, ότι έχασε τόσο πολύ εξοπλισμό και ξόδεψε τόσα πυρομαχικά τα δύο και κάτι πρώτα χρόνια του πολέμου που, στην πραγματικότητα, αυτό το ημι-αδιέξοδο, ή μάλλον αυτό το αδιέξοδο, είναι το πιο πιθανό σενάριο και αυτό μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Ουκρανίας, καθώς ο κόσμος περιμένει να δει τι θα συμβεί στις αμερικανικές εκλογές. Ουσιαστικά, αυτό που λέω είναι ότι δεν ξέρω. Ξέρω σίγουρα πάντως, με βάση τα ταξίδια που έχω κάνει στην Ουκρανία, ότι ακόμη δεν υπάρχει όρεξη εκεί για μια διευθέτηση, και σίγουρα όχι για μια διευθέτηση που θα οδηγούσε στην παραίτηση της Ουκρανίας από αυτή τη ζώνη του νότιου και ανατολικού εδάφους που αυτή τη στιγμή κατέχεται από τη Ρωσία. Τελική σκέψη: θα πρέπει τελικά η Κριμαία να παραχωρηθεί στη Ρωσία; Νομίζω ότι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει για αυτό στην Ουκρανία, αλλά θα μπορούσε αυτό να είναι ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσουν; Νομίζω ότι ο κόσμος αναρωτιέται.
Ερώτηση: Όταν ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Ινδία τον Φεβρουάριο, παρότρυνε τις ινδικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στην Ελλάδα λόγω της, μεταξύ άλλων, πολιτικής της σταθερότητας. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, ισχυρίστηκε, όπου υπάρχει πολύς λόγος για “κατακερμάτιση της πολιτικής” και άνοδο του λαϊκισμού, οι ψηφοφόροι της Ελλάδας έχουν περάσει όλα αυτά, έχουν κάνει τα πειράματά τους με τον λαϊκισμό εδώ και καιρό και δεν έχουν καμία διάθεση να γυρίσουν σε αυτόν. Βλέπετε κάποιους παραλληλισμούς μεταξύ της ελληνικής εμπειρίας και ό,τι συμβαίνει σε άλλα σημεία της Ευρώπης;
Αλεκ Ράσελ: Καταρχάς, θα έλεγα ότι ναι, θα ήταν μάλλον ενθαρρυντικό αν το μοντέλο της Ελλάδας αντικατοπτριζόταν αλλού. Δηλαδή, η Ελλάδα είχε το φλερτ της, ένα σοβαρό φλερτ, με τα πολιτικά άκρα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, όμως τώρα η πολιτική της έχει σταθεροποιηθεί, επέστρεψε στο κέντρο. Θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε άλλα μέρη της ηπείρου; Λοιπόν, όπως είπα, θα το έβρισκα καθησυχαστικό, αλλά νομίζω ότι είναι λίγο νωρίς να το πει κανείς. Δείτε τη Γαλλία, για παράδειγμα. Αν κοιτάξει κανείς τις δημοσκοπήσεις, δείχνουν ότι η Μαρί Λεπέν βρίσκεται σε αρκετά καλή θέση βλέποντας τις επόμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές. Ο Μακρόν, φυσικά, δεν μπορεί να θέσει ξανά υποψηφιότητα, αλλά δεν υπάρχει στη Γαλλία πολύ μεγάλη εκτίμηση για το κέντρο αυτή τη στιγμή. Στη Γερμανία, ένα διαφορετικό σενάριο. Ας δούμε τι θα συμβεί στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά τα νούμερα για το AfD, ιδιαίτερα στην πρώην Ανατολική Γερμανία, προκαλούν έκπληξη. Οπότε, δυστυχώς, φοβάμαι ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς να πούμε ότι το ελληνικό σενάριο, δηλαδή του φλερτ με τον λαϊκισμό και μετά επιστροφή στο κέντρο, θα έχει αντανάκλαση σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ερώτηση: Το 2023, η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 χρόνια και ανακηρύχθηκε ‘Χώρα της Χρονιάς’ για το 2023 από το περιοδικό Economist. Πιστεύετε ότι η πορεία θα είναι εύκολη από εδώ και πέρα, ή υπάρχουν ακόμη κραδασμοί και εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει η Ελλάδα;
Αλεκ Ράσελ: Λοιπόν. Καταρχήν, συγχαρητήρια στην Ελλάδα για αυτή τη διάκριση. Δεύτερον – Μπορώ να πω με κάποια σιγουριά, έχοντας βρεθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της χειρότερης κρίσης δημοσίου χρέους, της κρίσης της Ευρωζώνης, ότι προφανώς ως χώρα και ως οικονομία έχει κάνει μια εντυπωσιακή ανάκαμψη. Θα έκανα την επισήμανση, βέβαια, ότι τα ποσοστά ανάπτυξης είναι από μια αρκετά χαμηλή βάση….υπήρξαν, αν δεν κάνω λάθος, κάποια στοιχεία τις προάλλες από τη Eurostat που δείχνουν ότι οι Έλληνες έχουν την δεύτερη χειρότερη θέση ως προς την αγοραστική δύναμη σε όλη την Ευρωζώνη, εκτός της Βουλγαρίας. Έχοντας κατά νου ότι βγήκατε από την κρίση χρέους και, μόλις ξεκινούσατε να ανακάμπτετε από αυτήν, αμέσως μετά στον Covid, νομίζω ότι είναι σωστό να πούμε ότι υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά. Το άλλο, προφανώς, είναι ότι η Ελλάδα, και όχι μόνο η Ελλάδα, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο κάθε είδους εξωτερικών κραδασμών στο σύστημα. Οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Αμερικής – έχουν ελαφρώς εκτονωθεί από τη συνάντηση πέρυσι στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ του προέδρου της Κίνας Xi Jinping και του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, αλλά αυτός είναι ο βασικός αποφασιστικός παράγοντας για την υγεία της παγκόσμιας οικονομίας. Νομίζω ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να μπορέσει κάποιος να προβλέψει με σιγουριά πώς θα εξελιχθεί αυτή η, στην καλύτερη περίπτωση, πολύ αμήχανη σχέση. Και προφανώς, εάν οι δύο οικονομίες συνεχίσουν να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αυτό θα έχει κάθε είδους συνέπειες για την Ευρώπη. Επιπλέον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αποφασίσουν ποια θα είναι η σχέση τους με την Κίνα. Οπότε, υπάρχει ακόμα ένας δύσκολος, κακοτράχηλος δρόμος μπροστά για την Ελλάδα, αλλά της βγάζουμε το καπέλο που ξέφυγε από το σενάριο της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα πράγματα έμοιαζαν πραγματικά πολύ ζοφερά.
Ερώτηση: Η έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για το 2023 σχετικά με την ελευθερία του τύπου ανέφερε το ‘πλαστό περιεχόμενο’, την χρήση τεχνητής νοημοσύνης και την ‘βιομηχανία παραπληροφόρησης’ ως μέγα απειλή για την δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους, όπως και τις ολοένα πιο εχθρικές κυβερνήσεις και την εχθρικότητα προς δημοσιογράφους στα social media αλλά και στον πραγματικό κόσμο. Με ποιόν τρόπο πιστεύετε μπορεί καλύτερα η δημοσιογραφία να προστατευθεί και να διορθώσει αυτά τα προβλήματα;
Αλεκ Ράσελ: Το σκεφτόμαστε πολύ εδώ στους FT και είναι ανησυχητικό. Είναι ανησυχητικό σε δύο μέτωπα για τα μέσα ενημέρωσης, ειδικά: το ένα είναι ο κίνδυνος να δημοσιεύσουμε κάτι που είναι ψευδές, είτε βίντεο είτε μια ψεύτικη δήλωση που έχει επεξεργαστεί για να μοιάζει με τη δήλωση ενός πρωθυπουργού ή κάποιου άλλου και είναι εντελώς ψεύτικη. Η δουλειά του ελέγχου, πάντα στο επίκεντρο της μεγάλης δημοσιογραφίας, είναι ακόμα πιο σημαντική τώρα, αν μπορούσε να είναι πιο σημαντική από ό,τι ήταν πάντα…Είναι ενδιαφέρον, για παράδειγμα, τι έχει κάνει το BBC, δηλαδή έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη ξεχωριστή μονάδα που ονομάζεται BBC Verify για να προσπαθήσει να ελέγξει την αυθεντικότητα του υλικού πριν το μεταδώσει. Νομίζω, ωστόσο, ότι είναι επίσης τεράστιας σημασίας για τους δημοσιογράφους όσον αφορά το «πώς χρησιμοποιούμε οι ίδιοι την τεχνητή νοημοσύνη, ποιο είναι το μήνυμα που δίνουμε στους δημοσιογράφους μας». Διότι, αφενός, θα ήταν τρελό για τους δημοσιογράφους να μην επωφεληθούν από αυτήν την εξαιρετική ανακάλυψη στην τεχνολογία, αλλά, επίσης, δεν θέλουμε οι δημοσιογράφοι μας να χρησιμοποιούν το ChatGTP να τους γράφει τα άρθρα τους. Αυτός δεν είναι εποικοδομητικός τρόπος. Το έχουμε καταστήσει πολύ σαφές σε όλους τους συναδέλφους μας, αλλά εμείς, όπως και άλλοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, πειραματιζόμαστε με το πώς μια γενετική τεχνητή νοημοσύνη (Generative AI) θα μπορούσε να βοηθήσει τη δημοσιογραφία μας, όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων και ούτω καθεξής….Είναι βαθιά ανησυχητικό, ειδικά φέτος, δεδομένου ότι είναι μια χρονιά με τόσες πολλές εκλογές σε όλο τον κόσμο και πόσο εύκολο είναι για τους ψηφοφόρους να παραπλανηθούν από αυτό που παλαιότερα ήταν γνωστό ως fake news και πιο παλιά απλά λεγόταν προπαγάνδα, αλλά τώρα παράγεται σε βιομηχανική κλίμακα από φάρμες bot, φάρμες περιεχομένου, φάρμες τρολ κ.λπ… Είναι ένα πρόβλημα.