Συγγραφέας με ποικίλες δυνατότητες και πολλαπλές επιδόσεις (ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος), ο Γιάννης Πάσχος, που έχει χρηματίσει επί πολλά χρόνια καθηγητής Ιχθυολογίας, επανέρχεται στην αγορά με ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει τον τίτλο «Παραδείσια πουλιά», εκδόσεις Περισπωμένη, και το οποίο μιλάει για την καθημερινή ζωή της ελληνικής κοινωνίας, αποκαλύπτοντας με ειρωνικό τρόπο τις μόνιμες αγκυλώσεις της. Ο Πάσχος ανοίγει διάλογο στο καινούργιο του βιβλίο με την παρωδία, όπως την εισηγήθηκαν πολλοί μεταπολιτευτικοί πεζογράφοι που ήθελαν να επικρίνουν όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς να παγιδευτούν στον λόγο της δραματικής και της ηθικής καταγγελίας. Ο Πάσχος θα φέρει με τη σειρά του στο μυθιστορηματικό προσκήνιο κομμάτια του σύγχρονου ήθους και ύφους, όπως τα βλέπουμε να γεννιούνται κάθε τόσο στον περίγυρό μας, προκειμένου να τα διακωμωδήσει αν όχι και να τα περιγελάσει μέχρι δακρύων.
Η γενική χαλαρότητα των ανέξοδων αποφάσεων, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι οικονομικές ανισότητες, τις οποίες μπορούμε να εντοπίσουμε σε διάφορες πτυχές του συλλογικού βίου, η εξαπάτηση των πάντων από τους πάντες, η προθυμία για κάμψη της μέσης, όπως και το ακριβώς αντίθετό της, που δεν είναι άλλο από την οργή και την εξαγρίωση για ψύλλου πήδημα, καθώς και ο κόσμος του περιθωρίου και του εγκλήματος σε ευρύ θεματικό τόξο είναι ο στόχος της διακωμώδησης που επιχειρεί ο συγγραφέας, εξιστορώντας τις συναρπαστικές περιπέτειες δύο αδελφικών φίλων, εξαιρετικά ιδιόρρυθμων και πρωτότυπων, όπως κι αν τους σκεφτούμε.
Ας λογαριάσουμε τον Ιεροκλή και τον Μαρκήσιο ως μυθιστορηματικούς ήρωες. Θα τους βρούμε να ξηλώνουν το σύμπαν, προχωρώντας με τον πλέον αναπάντεχο τρόπο. Ξημεροβραδιάζονται σε οίκους ανοχής όχι για πληρώσουν τις πόρνες ή για να κερδίσουν χρήματα από το επάγγελμά τους μα επειδή θα λατρέψουν την ομορφιά και την ασχήμια τους, την ερωτική τους δεκτικότητα και τις κοινωνικές τους φοβίες ή τα λάθη και τις ατυχίες τους. Διαβάζουν σαν τρελοί λογοτεχνία και πολιτική φιλοσοφία ενώ τα βάζουν με πρόσωπα του κοινού ποινικού δικαίου και μπλέκονται μαζί τους σε θανάσιμες διαμάχες. Γράφουν βιβλία, ετοιμάζουν πτυχιακές εργασίες τρίτων (εξοικειωμένοι με τα πιο απρόσμενα γνωστικά αντικείμενα) και διδάσκουν στο πανεπιστήμιο ενόσω περιπλανιούνται στην Αθήνα, καταγράφοντας τα πάντα (άκρως φαιδρά και απολύτως σοβαρά) τριγύρω τους ή γλεντοκοπώντας με ξέφρενες συντροφιές. Έχουν όνειρα και πλήθος ελπίδες, αν και υποπτεύονται ή μαθαίνουν, κατά τη διάρκειας μιας κωμικοτραγικής διαδρομής, πως όλα είναι αέρας. Συγκρούονται μεταξύ τους μέχρι τελικής πτώσεως πλην σηκώνονται γρήγορα επάνω και αγκαλιάζονται από την αρχή.
Μέσα σε αυτό το ιλαρό μα και σαφώς συγκινησιακό κλίμα, ο Πάσχος δεν κάνει μόνο παρωδία υπό την έννοια της διακωμώδησης, αλλά και υπό την έννοια του λογοτεχνικού παιχνιδιού: συνομιλώντας δηλαδή με μια γκάμα λογοτεχνικών ειδών τα οποία και σπεύδει να μιμηθεί, να αλλάξει και να παραλλάξει – να τα ράψει και να τα κόψει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και τα δικά του μέτρα: από το νουάρ (με συμμορίες που αντιμετωπίζουν ο Ιεροκλής κι ο Μαρκήσιος) και τη μαύρη κωμωδία (με πένθη και κηδείες ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο) μέχρι την ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική ερωτογραφία (με Μαρκήσιο Ντε Σαντ και Ανδρέα Εμπειρίκο) και το ισπανικό πικαρέσκο (με περιπετειώδη δεινά διαβόητων και συνάμα αγαθών απατεώνων).
Πέρα πάντως από τη διακωμώδηση και το λογοτεχνικό παιχνίδι, το μυθιστόρημα του Πάσχου αποτελεί πρωτίστως φόρο τιμής στη φιλία: στην πίστη, στην ένταση και στην ανθεκτικότητά της. Κι αυτό, με ειλικρίνεια που δεν κρύβει τη σατιρική της διάθεση, αλλά και με τόλμη και δονκιχωτικό βάθος που δεν αποσιωπούν τη σοβαρότητα των αισθημάτων.
Β. Χατζηβασιλείου