«Με πρώτο δεδομένο ότι το 86% του συνόλου της υδατικής κατανάλωσης στην Ελλάδα πάει στην άρδευση και δεύτερο δεδομένο ότι περίπου το 25% αυτού του νερού καταναλώνεται στην αγροτική Θεσσαλία, είναι αναμενόμενο το περιβαλλοντικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει σήμερα η περιφέρεια αυτή». Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής Νικήτας Μυλόπουλος, πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Διευθυντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων. Για να εξηγήσει:
«Το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας δέχεται εδώ και δεκαετίες τη μεγαλύτερη πίεση για να καλύψει τις αρδευτικές της ανάγκες, που προέκυψαν από την κυριαρχία του εντατικού (βιομηχανικού) μοντέλου αγροτικής παραγωγής, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις και την έλλειψη περιβαλλοντικής και υδατικής πολιτικής. Τα αποτελέσματα των σχετικών μελετών για το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας, επιβεβαιώνουν ότι τα επί σειρά ετών αρνητικά υδατικά ισοζύγια έχουν οδηγήσει στην εξάντληση, εκτός των ανανεώσιμων, και μεγάλου μέρους των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων». Αναφερόμενος στο Πηνειό τονίζει:
«Έτσι, η μειωμένη απορροή του Πηνειού είναι γεγονός, όχι μόνο στη Λάρισα τους θερινούς μήνες αλλά και αρκετά πιο ανάντη καθώς η πτώση της κάτω από το οικολογικό όριο τείνει να γίνει ετήσιο φαινόμενο. Ακόμη, η σημαντική πτώση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων, ιδιαίτερα στο ανατολικό σύστημα, όπου υπάρχουν σημειακά γεωτρήσεις που κατεβαίνουν πλέον σε βάθη άνω των 400 μ., αποτελεί απόδειξη της μεγάλης περιβαλλοντικής καταστροφής. H υφαλμύρινση προχωράει σε εκτεταμένο μέτωπο στην Ανατολική Θεσσαλία, από Ριζόμυλο προς Λάρισα, και στις πεδιάδες του Αλμυρού και του Βόλου, ενώ οι καθιζήσεις και οι εδαφικές ρωγμές που παρουσιάζονται κάθε χρόνο είναι αποτέλεσμα και της δραματικής πτώσης των υπόγειων υδροφόρων. Όλα αυτά επιδρούν φυσικά και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υδατικών σωμάτων, ολοκληρώνοντας την περιβαλλοντική υποβάθμιση». Ο επιστήμονας δεν παραλείπει να κάνει λόγο για τον μεγάλο ασθενή, στο θεσσαλικό κάμπο, τονίζοντας:
«Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη το γεγονός ότι το 70% των αρδευόμενων εκτάσεων στη Θεσσαλία εξυπηρετείται από υπόγεια νερά, γίνεται αντιληπτό ότι ο μεγάλος ασθενής στην περιοχή είναι τα υπόγεια υδατικά συστήματα και η συνεχιζόμενη υπεράντλησή τους. Από τη δεκαετία του ’80, είχε επισημανθεί ότι η άρδευση με υπόγεια νερά σε ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας, όπως η περιοχή Χάλκης-Κιλελέρ-Φαρσάλων, ΝΔ τμήμα Καρδίτσας, κ.α – είχε υπερβεί τα όρια της υπερεκμετάλλευσης, με μεγάλες πτώσεις στάθμης ήδη από τότε. Η συνεχιζόμενη έκτοτε υπεράντληση (τουλάχιστον μέχρι τη χρονιά του Ντάνιελ) από τις (κατ’ εκτίμηση) άνω των 30.000 γεωτρήσεις, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, δημιουργώντας σωρευτικά ένα υδατικό έλλειμμα της τάξης των 3 δισ. κυβικών μέτρων, όπως εκτιμούν τα σχέδια διαχείρισης υδάτων Θεσσαλίας.
Άλλωστε, κάθε μελέτη που υπολογίζει το υδατικό έλλειμμα, το προσεγγίζει από τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του εκτιμώμενου νερού που καταναλώθηκε στις χρήσεις (άρδευση κλπ) και του καταμετρημένου υδατικού όγκου που έφυγε από τα αντίστοιχα έργα υδροληψίας. Η διαφορά αυτή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το νερό που αντλείται ετησίως από τις μη καταγεγραμμένες (και μάλλον παράνομες) γεωτρήσεις. Δεν πρόκειται δηλαδή για πραγματικό «έλλειμμα» νερού αλλά στην ουσία για εξτρά όγκους υπόγειου υδατικού δυναμικού, η άντληση των οποίων απλώς δεν καταγράφεται πουθενά.
Επίσης, η όποια υπερεκμετάλλευση νερού, αφορά προφανώς σε απολήψεις κατά την αρδευτική περίοδο, δηλαδή την περίοδο χαμηλών παροχών των ποταμών. Η μειωμένη θερινή απορροή στα ποτάμια όμως δεν οφείλεται μόνο στη μείωση των βροχών ή την αυξημένη ξηρασία, αλλά και στην πτώση στάθμης των υδροφορέων (λόγω της υπεράντλησης), εφόσον μεγάλο μέρος αυτής της θερινής απορροής οφείλεται στις εκφορτίσεις των υπόγειων υδατικών συστημάτων».
Όλα τα προηγούμενα, σύμφωνα με τον καθηγητή, καθιστούν άμεση την ανάγκη -σε επίπεδο συναγερμού- έργων και μέτρων για την εφαρμογή οικονομικότερων μεθόδων άρδευσης σε όλον τον κάμπο, την αντίστοιχη εφαρμογή νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης νερού (γεωργία ακριβείας κλπ) και την επιστροφή στις λεγόμενες «καλές γεωργικές πρακτικές», την κατασκευή σύγχρονων δικτύων συλλογής, μεταφοράς και διανομής του αρδευτικού νερού και φυσικά την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στην περιοχή. Επιπλέον, η ταμίευση επιφανειακού νερού με τα φράγματα και τις λιμνοδεξαμενές εντός λεκάνης απορροής Πηνειού, τα οποία έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα, εκτός του νέου υδατικού όγκου που θα προσφέρει στο ισοζύγιο θα βοηθήσει και στην πολυπόθητη μεταστροφή των υδροληψιών από το υπόγειο στο επιφανειακό νερό, ώστε σε βάθος χρόνου να μπορούμε να μιλάμε για την ανάταξη των εξαντλημένων υπόγειων υδατικών συστημάτων, που θα υποβοηθηθεί φυσικά από ένα εκτεταμένο σχέδιο τεχνητού εμπλουτισμού τους.
Τα παραπάνω οφείλουν, τονίζει επίσης ο κ. Μυλόπουλος, να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο μεγάλης πνοής για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας. Ένα σχέδιο που θα αντιμετωπίσει ολιστικά το πρόβλημα της λειψυδρίας, αλλά και την κλιματικής κρίσης σε όλες της τις εκφάνσεις, από τα έργα της νέας αντιπλημμυρικής θωράκισης έως τη νέα δασική στρατηγική και δασοπροστασία και από τη διαχείριση των υδατικών πόρων σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης, ως τη διαχείριση της ενέργειας, την προστασία των οικοσυστημάτων, τον χωροταξικό σχεδιασμό κλπ. Ένα σχέδιο που θα διέπεται από νέες τεχνογνωσίες και θα απαντά στις προκλήσεις των καιρών, απαλλαγμένο από τις ιδεοληψίες μιας ανάπτυξης που χρεοκόπησε, ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Ένα σχέδιο που, θα μπορεί εν τέλει να λειτουργήσει και ως οδηγός για την ανασυγκρότηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην κατεύθυνση ενός ριζικού κοινωνικό-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής και της κατανάλωσης. Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Το παγκόσμιο ζήτημα της υδατικής κρίσης εξελίσσεται με τα χρόνια σε κορυφαίο περιβαλλοντικό πρόβλημα, πιο σύνθετο από τη φυσική ξηρασία και πιο παλιό από την κλιματική κρίση, η οποία ωστόσο το εντείνει και το δυσχεραίνει. Η λειψυδρία, αν συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι η βασική έκφανση του υδατικού προβλήματος, οφείλεται στα αρνητικά υδατικά ισοζύγια που κυριαρχούν στις περισσότερες λεκάνες απορροής. Στο γεγονός δηλαδή της χρόνιας υπερκατανάλωσης νερού, σε επίπεδα πέραν της φέρουσας ικανότητας των υδατικών συστημάτων. Είναι επομένως ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα, όπως η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες, στον βαθμό που δημιουργήθηκε από το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο και τον ρόλο που αυτό επιφυλάσσει στα φυσικά αγαθά και το περιβάλλον. Στην Ελλάδα, με το δυσανάλογα μεγάλο υδατικό αποτύπωμα διεθνώς, η λειψυδρία των τελευταίων δεκαετιών έχει ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην οικονομία, την ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, καθώς πλέον ο κίνδυνος ερημοποίησης ολοένα και μεγαλύτερων εκτάσεων και περιοχών γίνεται όλο και πιο ορατός».
Απ. Ζώης
* Φωτογραφία / Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ – Απ. Ζώης