Η Κ. Λυμπεροπούλου μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το βιβλίο της

Η δημοσιογράφος Κατερίνα Λυμπεροπούλου, κόρη του αείμνηστου Χάρη Λυμπερόπουλου, που έφυγε πριν δύο μήνες από τη ζωή πλήρης ημερών και εμπειριών, ξετυλίγει -μέσα από τις διηγήσεις του- το νήμα της αφήγησης του 20ού αιώνα όπως εκείνος τον έζησε, στο βιβλίο «Χάρης Λυμπερόπουλος: Κοντά στον αιώνα. Συνομιλώντας με τον πατέρα μου», από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Βετεράνος αθλητικογράφος, πρωταθλητής Ελλάδας στα αγωνίσματα του πεντάθλου και του άλματος εις μήκος στα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια, αλλά και κοσμοπολίτης Αθηναίος, ο Χάρης Λυμπερόπουλος δεν ξεχώρισε μόνο στο αθλητικό ρεπορτάζ, όπου διέγραψε μια επιτυχημένη καριέρα δεκαετιών. Έκανε επιτυχία και στο πολιτικό, όταν προς έκπληξη όλων -κι ενώ βρισκόταν το 1952 στην τότε Γιουγκοσλαβία για αθλητικό λόγο- ζήτησε και πήρε συνέντευξη από τον στρατάρχη Τίτο, ενώ υπήρξε και διευθύνων σύμβουλος στο καζίνο της Πάρνηθας τη διετία 1979-1981. Χαρισματική προσωπικότητα ο ίδιος, συναναστράφηκε και γνώρισε αξιοσημείωτους ανθρώπους, αφήνοντας τη δική του σφραγίδα σε μια περίοδο που κράτησε «Κοντά στον αιώνα».

Ακολουθεί η συνέντευξη που έδωσε η Κατερίνα Λυμπεροπούλου στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ. Ποιο από τα γεγονότα που σου εξιστόρησε ο πατέρας σου, σου έκανε περισσότερο εντύπωση και γιατί;

Απ. Πιστεύω πως θα αδικήσω το βιβλίο (και τον ίδιο) αν επιχειρήσω να διαλέξω μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες που τρέχουν παράλληλα με τις εξελίξεις και τις ιστορικές αλλαγές από τον Μεσοπόλεμο ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Ίσως να δοκιμάσω να μιλήσω για προσωπικότητες που αναδύονται από διαφορετικούς «στίβους» -μιλώντας, ωστόσο, ενδεικτικά. Τον ειρηνιστή, και γιατρό, Γρηγόρη Λαμπράκη, συναθλητή του Χάρη Λυμπερόπουλου στο μήκος, που τον έβλεπε σαν διάδοχό του, ο οποίος έσωσε τον πατέρα μου από βέβαιη εξορία, ίσως και θάνατο, τα χρόνια του Εμφυλίου όταν ο τελευταίος βρέθηκε κατά λάθος υπό κράτηση ως κομμουνιστής σε στρατόπεδο στο Γουδή. Τον διπλωμάτη κι ανταποκριτή του AP και της New York Herald Tribune, Γιώργο Καβουνίδη, άνθρωπο που έκανε από στήθους μετάφραση της ομιλίας του Τσώρτσιλ στην πλατεία Συντάγματος το 1944, ο οποίος του προσέφερε την πρώτη του δουλειά στο Υφυπουργείο Τύπου. Τον δημοσιογράφο, Γιάννη Κοκκινάκη, που υπέστη διώξεις από το Μεταξικό καθεστώς, έφυγε στις ΗΠΑ κι επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει, ύστερα από πρόταση του πατέρα μου, την αρχισυνταξία της εφημερίδας Αθηναϊκή. Είναι ο ίδιος που είπε στον πατέρα μου, όταν εκείνος τον ενημέρωσε ότι είχε εξασφαλίσει επιτέλους συνέντευξη από τον Στρατάρχη Τίτο, σε ταξίδι στην τότε Γιουγκοσλαβία παρά το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής: «Δεν έχεις φωτογραφία μαζί του; Δεν έχεις τίποτα». Επίσης, τον κοσμοπολίτη αλλά και εκδότη με έντονο δημοσιογραφικό αισθητήριο, Νάσο Μπότση. Απολαμβάνοντας την πλήρη στήριξή του, έφεραν επανάσταση στον ελληνικό Τύπο παρουσιάζοντας για πρώτη φορά ένθετο αθλητικό τετρασέλιδο σε πολιτική εφημερίδα, μια αλλαγή που εδραιώθηκε το 1968.

Ερ. Ο πατέρας σου γεννήθηκε το 1922. Υποπτεύομαι ότι ο τίτλος «Κοντά στον αιώνα» αναφέρεται σε αυτή τη σχεδόν «αιωνόβια» ζωή του, που ‘συμπορεύτηκε’ κυρίως με τον 20ό αιώνα. Έχει απομείνει αδημοσίευτο υλικό που ίσως θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποια άλλη έκδοση;

Απ. Το «Κοντά στον Αιώνα» ήταν ένας τίτλος που τον διάλεξε ο ίδιος. Είχε, ούτως ή αλλιώς, έφεση στους τίτλους, μερικοί εκ των οποίων έγραψαν ιστορία στο αθλητικό ρεπορτάζ, παρ’ ότι αναφέρει πως η εύρεση του κατάλληλου κάθε φορά τίτλου ήταν συλλογικό έργο κι αποτέλεσμα ζύμωσης στο θρυλικό team της Απογευματινής, φυτώριο των μεγάλων της αθλητικής δημοσιογραφίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Φυσικά, μια πολυκύμαντη ζωή 98 ετών δεν μπορεί να χωρέσει στις 334 σελίδες ενός βιβλίου. Υπάρχουν αφηγήσεις που δεν συμπεριλάβαμε αλλά και φωτογραφίες, δεδομένου του ότι τα όσα γράφονται στο βιβλίο τεκμηριώνονται σε ένα μεγάλο μέρος τους από σπάνιο κι αδημοσίευτο φωτογραφικό υλικό. Χαρακτηριστικά θα πω για τη συνέντευξη που πήρε ο πατέρας μου από τον Τζον Κάρλος, χάλκινο Ολυμπιονίκη στα 200 μέτρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968 κι έναν από τους Μαύρους Πάνθηρες, που πάνω στο βάθρο της απονομής ύψωσαν τις γροθιές τους υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών σε μια από τις ιστορικότερες στιγμές των Ολυμπιακών Αγώνων του 20ού αιώνα (σημειωτέον, οι ΗΠΑ άργησαν πολύ να τους συγχωρέσουν γι’ αυτό). «Δεν είμαστε άλογα κούρσας», ήταν ο τίτλος της συνέντευξης του Κάρλος που δεν χώρεσε στο βιβλίο και παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρος -σημειώστε ότι η ψηφιοποιημένη μορφή της βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, όπως πολλά άλλα άρθρα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο.

Ερ. Για τον πατέρα σου ποιες ήταν οι πιο σημαντικές προσωπικότητες με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή λόγω του επαγγέλματός του;

Απ. Όταν τον ρώτησα ποιος κατά τη γνώμη του είναι ο μεγαλύτερος αθλητής όλων των εποχών, εκείνος μου απάντησε χωρίς δισταγμό, ο Τζέσε Όουενς τον οποίο συνάντησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκυο το 1964 και ξενάγησε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Αμερικανός αθλητής στίβου θέλησε να δει από κοντά το στάδιο που φιλοξενήθηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες σε ταξίδι του στην Αθήνα (το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες και των δυο συναντήσεών τους). Θεωρώ πως η επιλογή αυτή δεν έγινε μόνο για τις επιδόσεις του αθλητή, ο οποίος κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936 με ακατάρριπτη για πολλά χρόνια επίδοση στο άλμα της μήκος, άθλημα που διακρίθηκε ο πατέρας μου μαζί με το πένταθλο ως Πρωταθλητής Ελλάδος το 1946. Έγινε και για το αθλητικό ανάστημα που ο Όουενς όρθωσε απέναντι στον Χίτλερ όταν ο δικτάτορας -που λίγα χρόνια αργότερα αιματοκύλησε την Ευρώπη- δεν κατήλθε στο στάδιο για να του απονείμει μετάλλιο επειδή του κατέρριψε τη θεωρία περί υπεροχής της «’Αριας φυλής».

Ερ. Ο πατέρας σου πρόλαβε το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου και έζησε όλη την προετοιμασία του ως το τέλος. Πόσο ενεργός ήταν στη διαδικασία αυτή; Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποιες από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που είχατε, πατέρας και κόρη, κατά τη διάρκεια αυτής της προετοιμασίας;

Απ. Δεν ήταν απλώς ενεργός, ήταν η ψυχή της όλης διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος του βιβλίου μαζί με τον επιμελητή, ‘Αρη Λαζαρίδη, ο οποίος επωμίστηκε το έργο της ταξινόμησης ενός υλικού τόσων πολλών ετών -καταγεγραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, μάλιστα, σε παλιές κασέτες, κάποιες με φθαρμένες μαγνητοταινίες στις οποίες επενέβη ο μοναδικός μάστορας κύριος Αχιλλέας- θελήσαμε να τον ευχαριστήσουμε για όσα μας δίδαξε και για την άψογη συνεργασία μας. Όσο για τις σκέψεις και τα συναισθήματα, νομίζω κυρίαρχα, μεταξύ άλλων, ήταν η απόλαυση (ότι εκείνος ξαναζεί το έργο κι εγώ το παρακολουθώ καρέ-καρέ), η ικανοποίηση (ότι η μνήμη κρατιέται ζωντανή), η αγωνία (να προλάβουμε να τα πούμε όλα) κι η συγκίνηση (σε στιγμές – κρεσέντα του βιβλίου). Είναι κάποιες ιστορίες που όσες χιλιάδες φορές κι αν τις ακούσεις δεν παλιώνουν ποτέ.

Ερ. Οι συζητήσεις σας διήρκεσαν σχεδόν 15 χρόνια. Ποιος συνήθως υπενθύμιζε στον άλλον ότι ήρθε η ώρα για μια νέα ηχογράφηση;

Απ. Εγώ, σχεδόν πάντα. Κάποιες φορές μάλιστα πρώτα τον ερέθιζα με μια ερώτηση, κι όταν η απάντηση ερχόταν, ως συνήθως, σαν χείμαρρος του έλεγα «αυτό πρέπει να το γράψουμε οπωσδήποτε». Το οικογενειακό μας περιβάλλον είχε συνηθίσει για χρόνια αυτό το μόνιμο τετ α τετ: εκείνος να λέει ιστορίες κι εγώ, όταν ολοκληρώνει, να του ζητάω μια ακόμα. Η αίσθηση που μένει δεν είναι άλλη από αυτό που αναφέρει ο ίδιος στο χειρόγραφο σημείωμά του το οποίο προλογίζει το βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη. «Το μόνο που βεβαιώνω είναι ότι, όλα όσα αναφέρονται είναι, πέρα για πέρα, πραγματικά, κι ας φαίνονται απίστευτα».

Εδώ, θα ήθελα να συμπληρώσω πως το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς συντελεστών, όπως του τ. διευθυντή της Απογευματινής, Τίτου Αθανασιάδη, που με ξεχωριστή φροντίδα επιμελήθηκε τα ιστορικά στοιχεία της έκδοσης και του βετεράνου αθλητικογράφου, Νίκου Κατσαρού, στενού συνεργάτη του πατέρα μου, ο οποίος ανακαλεί μνήμες από κορυφαία αθλητικά γεγονότα του 20ού αιώνα όπως τα έζησε ως νεαρός συντάκτης της Απογευματινής. Η Άννα Πατάκη, τέλος, και οι συνεργάτες της, η υπεύθυνη έκδοσης Ελένη Κεχαγιόγλου, και ο υπεύθυνος των διορθώσεων, Χρίστος Κυθρεώτης, ήταν οι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πραγματικότητα το βιβλίο αυτό.

Ελένη Μάρκου

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com