Ενισχυμένη δυναμική τόσο σε κερδοφορία όσο και σε κεφαλαιακή επάρκεια δείχνουν τα αποτελέσματα εννεαμήνου 2024 του Ομίλου Alpha Bank, με τα Προσαρμοσμένα Κέρδη μετά από Φόρους να ανέρχονται στα 665,8 εκατ. ευρώ αυξημένα κατά 16% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 παρά την επίπτωση των χαμηλότερων επιτοκίων. Ως αποτέλεσμα της ισχυρής κερδοφορίας που παρουσίασε ο Όμιλος, ο Δείκτης Απόδοσης Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (RoTE) διαμορφώθηκε στο 14,4% στο εννεάμηνο, ενώ οι βελτιωμένες λειτουργικές επιδόσεις της τράπεζας οδήγησαν σε περαιτέρω αναβάθμιση του στόχου κερδοφορίας για το 2024 σε περίπου 14% (από >13,5% τον Αύγουστο).
Σημαντική ενίσχυση παρουσίασαν και οι κεφαλαιακοί δείκτες της τράπεζας, με τον Δείκτη FL CET1 να ενισχύεται κατά 120 μονάδες βάσης από την αρχή του έτους και να ανέρχεται στο 15,5% και τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να σημειώνει αντίστοιχη αύξηση 227 μ.β. και να ανέρχεται στο 20,9%.
Παράλληλα, όπως αναφέρεται στα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, συνεχίστηκε η εξυγίανση του ισολογισμού της τράπεζας, με τον Δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) να μειώνεται κατά 10 μονάδες βάσης σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και να διαμορφώνεται τελικά στο 4,6% το γ’ τρίμηνο, χάρη στην ενισχυμένη δραστηριότητα που παρουσιάζει η τακτική εξυπηρέτηση των δανείων (curings). Η μείωση του προφίλ κινδύνου της τράπεζας είχε ως αποτέλεσμα το Κόστος Πιστωτικού Κινδύνου να διαμορφωθεί στις 58 μ.β. το γ’ τρίμηνο και 63 μ.β. το εννεάμηνο, σε συμφωνία με τον στόχο της διοίκησης.
Όπως τόνισε ο CEO του Ομίλου Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης σε δήλωσή του, «επιτύχαμε να ολοκληρώσουμε, σε λιγότερο από τον προβλεπόμενο χρόνο, το σκέλος της συνεργασίας μας με την UniCredit στη Ρουμανία και επιταχύναμε την έκδοση AT1 ύψους 300 εκατ. ευρώ. Αυτές οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα τα Κεφάλαια Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) να ανέλθουν στο 16,5%, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής στη Ρουμανία, υλοποιώντας έτσι τη στοχοθεσία μας για το ύψος κεφαλαίων και MREL 15 μήνες νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Επιπλέον, δρομολογήσαμε σειρά δράσεων για την περαιτέρω μείωση του δείκτη ΜΕΑ και τώρα προβλέπουμε τη μείωσή του κάτω από το 4% μέχρι το τέλος του έτους, επιτυγχάνοντας τον στόχο του επιχειρηματικού μας σχεδίου δύο χρόνια νωρίτερα».
Η ισχυρή κερδοφορία που σημείωσε η τράπεζα οδήγησε σε αύξηση 14% των Κερδών ανά Μετοχή (EPS) σε σχέση με το εννεάμηνο του 2023, τα οποία διαμορφώθηκαν σε 0,27 ευρώ, ενώ σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις της διοίκησης τα EPS θα διαμορφωθούν σε περίπου 0,34 ευρώ το 2024 και αναμένεται να ξεπεράσουν τα 0,35 ευρώ το 2026.
Τέλος, σύμφωνα με την διοίκηση της τράπεζας, η ανθεκτικότητα του καθαρού εσόδου τόκων παρά τις πιέσεις από την πτώση των επιτοκίων, η ισχυρή ανάπτυξη του δανειακού χαρτοφυλακίου και η επιταχυνόμενη δυναμική των εσόδων προμηθειών, υποστηριζόμενες από τα αναμενόμενα οφέλη που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της συνεργασίας με την UniCredit, αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση κερδών και ισχυρή δημιουργία κεφαλαίων για τη διανομή υψηλότερων μερισμάτων προς τους μετόχους.
«Η συνεργασία μας με την UniCredit εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς. Εκτός από τη συναλλαγή στη Ρουμανία, εγκαινιάσαμε τον Οκτώβριο τη διάθεση των αμοιβαίων κεφαλαίων onemarkets Fund στην Ελλάδα έχοντας ήδη διαθέσει σε πελάτες μας περισσότερα από 150 εκατ.ευρώ, ενώ σε φάση υλοποίησης έχει εισέλθει η συναλλαγή που αφορά στην Alpha Life», ανέφερε σχετικά ο κ. Ψάλτης.
Τέλος, η διοίκηση ανακοίνωσε ότι στοχεύει στην επιτάχυνση της απόσβεσης των DTCs, με στόχο τον μηδενισμό το 2033.
Η βιώσιμη κερδοφορία της τράπεζας θέτει τα θεμέλια για περαιτέρω δημιουργία αξίας. Πυλώνα της ενισχυμένης κερδοφορίας του Ομίλου αποτέλεσε η ανθεκτικότητα του Καθαρού Εσόδου Τόκων (ΝΙΙ) της τράπεζας σε συνδυασμό με την ισχυρή άνοδο της τάξης του 11,3% των εσόδων από προμήθειες σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της ηγετικής θέσης που κατέχει η τράπεζα στο Wealth Management, αλλά και των προμηθειών από τις εκταμιεύσεις δανείων.
Ειδικότερα, το Καθαρό Έσοδο Τόκων (ΝΙΙ) της τράπεζας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο(πτώση -0,3% σε τριμηνιαία βάση) και διαμορφώθηκε στα 410 εκατ. ευρώ το γ’ τρίμηνο, παρά την αρνητική επίπτωση της μείωσης των επιτοκίων, επωφελούμενο από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, το οποίο αντιστάθμισε σχεδόν πλήρως τη χαμηλότερη συνεισφορά από τα δάνεια. Ενισχυτικά σε αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε η αύξηση κατά 4% των Εξυπηρετούμενων Δανείων, καθώς και η ανατιμολόγηση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της τράπεζας, με τις επανεπενδύσεις και τις νέες τοποθετήσεις να αυξάνουν τη συνολική του απόδοση.
Σημαντική αύξηση παρουσίασαν και τα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες, τα οποία ενισχύθηκαν κατά 8,6% σε τριμηνιαία βάση και ανήλθαν σε 108,8 εκατ. ευρώ.
Η επίδοση αυτή ήταν αποτέλεσμα της ισχυρής αύξησης κατά 46% των εκταμιεύσεων δανείων, καθώς και των προμηθειών καρτών και πληρωμών οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 4%, ενώ παράλληλα συνεχίστηκε για άλλο ένα τρίμηνο η αναπτυξιακή δυναμική των υπό Διαχείριση Περιουσιακών Στοιχείων (AUMs) (+3%) και των εσόδων Bancassurance.
Σε ό,τι αφορά στα έξοδα, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, η τράπεζα πέτυχε περαιτέρω μείωση των Επαναλαμβανόμενων Λειτουργικών Εξόδων κατά 0,4% το γ’ τρίμηνο, τα οποία ανήλθαν σε 210,7 εκατ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας τον στόχο της διοίκησης για το 2023.
Στη σημαντική αύξηση της κερδοφορίας της τράπεζας συνετέλεσε επίσης η πρωταγωνιστική θέση της Alpha Bank στο Wholesale Banking, σημειώνοντας ρεκόρ νέων εκταμιεύσεων στην Ελλάδα ύψους 3 δισ. ευρώ και καταγράφοντας αύξηση κατά 46% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο Εξυπηρετούμενων Δανείων του Ομίλου (εξαιρουμένων των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας των συναλλαγών «Galaxy» και «Cosmos») αυξήθηκε σε 30,9 δισ. ευρώ (+4% σε τριμηνιαία βάση).
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα ανήλθε στα 1,2 δισ. ευρώ, αντανακλώντας αφενός την ισχυρή ανάκαμψη της πιστωτικής ζήτησης κυρίως από επιχειρήσεις, και αφετέρου την εν γένει επιβράδυνση στην αποπληρωμή δανείων. «Αυτή η εξέλιξη μας επιτρέπει να αναβαθμίσουμε τον στόχο μας για το έτος σε 2 δισ. ευρώ, καθώς καταγράφεται μια σταθερή ροή εκταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, στηρίζοντας έτσι τις προοπτικές μεγέθυνσής μας. Επιπροσθέτως, βρισκόμαστε σε τροχιά εκπλήρωσης της δέσμευσής μας για εκταμίευση 3 δισ. ευρώ βιώσιμων δανείων την περίοδο 2023-2025, καθώς χρηματοδοτούμε ορισμένα εμβληματικά έργα στον τομέα αυτό», επισήμανε ο CEO του Ομίλου Alpha Bank.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, η δυναμική της επέκτασης του δανειακού χαρτοφυλακίου αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα τρίμηνα, ως αποτέλεσμα της ισχυρής ζήτησης για νέα δάνεια και των σημαντικών επενδύσεων που έχουν προγραμματιστεί. Αξιοσημείωτη αύξηση παρουσίασαν και οι συνολικές καταθέσεις του Ομίλου, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 1,6 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε 49,7 δισ. ευρώ χάρη στις εισροές προθεσμιακών καταθέσεων κυρίως από επιχειρήσεις. Επίσης συνεχίστηκε ο αργός ρυθμός μετακύλισης προς τις προθεσμιακές καταθέσεις το γ’ τρίμηνο, με το beta των καταθέσεων (αύξηση των επιτοκίων στο σύνολο των εγχώριων καταθέσεων, ως ποσοστό της αύξησης των επιτοκίων της αγοράς) να διαμορφώνεται στο 18,2% από 17,2% το προηγούμενο τρίμηνο.
Ενίσχυση της ποιότητας του Ενεργητικού και μείωση του προφίλ κινδύνου της τράπεζας
Τέλος, σημαντική βελτίωση παρουσίασε και η ποιότητα του Ενεργητικού της τράπεζας, με τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα να παραμένουν σταθερά σε 1,7 δισ. ευρώ, καθώς οι μειωμένες εισροές αντισταθμίστηκαν πλήρως από την τακτική εξυπηρέτηση των δανείων (curings) και τις αποπληρωμές. Ως αποτέλεσμα, ο Δείκτης ΜΕΑ του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 4,6% το γ ́ τρίμηνο, μειωμένος κατά 10 μονάδες βάσης σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Παράλληλα, ο Δείκτης Κάλυψης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων του Ομίλου αυξήθηκε σε 48% στο τέλος του γ’ τριμήνου 2024, ενώ ο συνολικός Δείκτης Κάλυψης, συμπεριλαμβανομένων των ενσώματων εξασφαλίσεων, ανήλθε σε 120%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χαρτοφυλάκιο ΜΕΑ του Ομίλου, απαρτίζεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από ΜΕΑ Ιδιωτών με εξασφαλίσεις, καθώς τα μισά αφορούν σε στεγαστικά δάνεια (ποσοστό 46% του συνόλου), ενώ ένα μεγάλο μέρος αποτελείται από ρυθμισμένα ανοίγματα με λιγότερο από 90 ημέρες σε καθυστέρηση (34% του συνόλου ή 1,3 δισ.ευρώ).
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το Κόστος Πιστωτικού κινδύνου, το οποίο διαμορφώθηκε στις 58 μονάδες βάσης, χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις της διοίκησης, επιβεβαιώνοντας την τάση που παρατηρείται στη μείωση του προφίλ κινδύνου της τράπεζας και τη βελτίωση της ποιότητας του Ενεργητικού της.