Διαβάστηκε από γενιές επί γενεών αναγνωστών και δεν έχει πάψει να διαβάζεται μέχρι και σήμερα. Ανέβηκε στο θέατρο το 1959 διασκευασμένο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και έγινε μεγάλη επιτυχία. Προκάλεσε πολλές συζητήσεις στον καιρό του και αποτελεί αντικείμενο της ιστορικής και της φιλολογικής έρευνας εδώ και κάποιες δεκαετίες. Προοριζόταν για παιδιά, αλλά αποτέλεσε ανέκαθεν πηγή απόλαυσης και για τους μεγάλους. Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1910 και φέτος κλείνει 115 χρόνια ζωής. Ευκαιρία για μια καινούργια έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης με εκτενές επίμετρο της ιστορικού Ιωάννας Πετροπούλου (ίσο σε έκταση με την έκταση του βιβλίου).
Λιγότερο από παιδικό ανάγνωσμα, το «Παραμύθι χωρίς όνομα» αποτελεί, τουλάχιστον με σύγχρονα κριτήρια, ένα αλληγορικό πολιτικό μυθιστόρημα ταιριαστό όχι μόνο με τη νεότερη ελληνική ιστορία αλλά και γενικότερα με την ιστορία χωρών που ταλαιπωρήθηκαν πολύ μέχρι να εξασφαλίσουν την ισορροπία τους, μέχρι να ανοίξουν τον δρόμο προς την εδραία ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό τους. Μολονότι απεδαφοποιημένο και βασισμένο σε ιδεοτυπικές μορφές, το «Παραμύθι χωρίς όνομα» είναι γραμμένο για την Ελλάδα μετά τον ταπεινωτικό πόλεμο του 1897, όπλο αιχμής τη δημοτική γλώσσα. Ο τόπος της δράσης του δεν κατονομάζεται. Και τα ονόματα των ηρώων του, όπως και η ονομασία της χώρας εντός της οποίας εξελίσσονται τα μυθοπλαστικά γεγονότα, είναι είτε αστεία είτε περιπαικτικά (μάλλον και τα δύο) μια και θέλουν να εκφράσουν την καλόπιστη πλην εξαιρετικά αυστηρή κριτική της Δέλτα προς έναν ελληνικό κόσμο ο οποίος έχει οδηγηθεί ποικιλοτρόπως σε αδιέξοδο.
Στο μικρό βασίλειο του παραμυθιού όλα δείχνουν ξεχαρβαλωμένα ύστερα από τον θάνατο του βασιλιά Συνετού. Ο διάδοχός του Αστόχαστος έχει αφήσει το κράτος να ρημάξει στα χέρια μιας ηγεσίας η οποία λήστεψε και ληστεύει τους πάντες και τα πάντα. Κάτω από τα μάτια του βασιλιά όλοι όσοι νέμονται την εξουσία, από τον πρωθυπουργό μέχρι τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους και αξιωματικούς, έχουν ρημάξει τα δημόσια ταμεία, ενθυλακώνοντας ασύστολα το περιεχόμενό τους. Στρατός, στόλος, δημόσια διοίκηση και εθνική οικονομία βρίσκονται μπροστά στο φάσμα της παρακμής, της διάλυσης και της πείνας. Ακόμα και η βασιλική οικογένεια είναι ρακένδυτη και πεινασμένη ενώ τα παιδιά της δεν ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν λόγω της προχωρημένης βαρεμάρας και της παγερής αδιαφορίας για το οτιδήποτε.
Ένα παρόμοιο καθεστώς έρχεται να ανατρέψει το νεαρό βασιλόπουλο, ο γιος του Αστόχαστου, που αναλαμβάνει μια σάρωση πεδίου: με την υποστήριξη της αγαπημένης του αδελφής, θα κάνει αιματηρές οικονομίες για να βρει λεφτά και φαγητό, θα επανοικοδομήσει τις χερσαίες και τις ναυτικές δυνάμεις, θα απομακρύνει από τον θώκο του κάθε διεφθαρμένο στέλεχος, τιμωρώντας το παραδειγματικά, θα αναστήσει τις καλλιέργειες και το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο, θα διώξει από τα πάτρια εδάφη τους επίβουλους εχθρούς, θα αποκαταστήσει την εκπαίδευση, μαθαίνοντας κι ο ίδιος γράμματα, θα συστήσει συμφέρουσες συμμαχίες με τους γείτονες και θα στεφθεί δικαίως και πανηγυρικά ως Συνετός ο Β’.
Με το επίμετρό της (στην πραγματικότητα ένα ξεχωριστό βιβλίο). η Ιωάννα Πετροπούλου δίνει ολόκληρο το ιστορικό, πολιτικό, φιλολογικό και ανθρώπινο πλαίσιο της εποχής που γέννησε το «Παραμύθι χωρίς όνομα». Κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, η Πηνελόπη γνώρισε από πολύ νωρίς τη δύναμη του πλούτου, αλλά και την κοινωνική αναλγησία του προηγμένου αστισμού ως προς το πρόσωπο της γυναίκας. Η οικογένειά της την έδεσε σε έναν γάμο οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων από πολύ νωρίς, ενώνοντάς την με τον Στέφανο Δέλτα, έναν απόμακρο, όπως αποδείχθηκε, και μαρτυρικό σύζυγο. Το ελεύθερο, κοριτσίστικο πνεύμα της και ο ανεξάρτητος νους της την έφεραν γρήγορα κοντά στον Ίωνα Δραγούμη, σε έναν δραματικό έρωτα ο οποίος κόστισε πολλά και στους δυο.
Κυνηγημένοι από τις αντιδράσεις και τα συνεχή απαγορευτικά μέτρα του συζύγου, οι δυο εραστές, που θα συνευρεθούν ελάχιστες φορές σε όλο τους τον βίο, επικοινωνούν μεταξύ τους κυρίως γράφοντας ο ένας στον άλλο. Κι η επιστολογραφία τους, μας λέει πολύ παραστατικά η Πετροπούλου, θα λειτουργήσει από τη μια πλευρά ως μαρτυρία συζυγικής απιστίας (ως εκ τούτου και η επανειλημμένη απαγόρευσή της) και από την άλλη ως πηγή και ως κίνητρο γραφής: τόσο για τον πεπειραμένο περί τα συγγραφικά Δραγούμη όσο και για τη νεοφώτιστη Πηνελόπη, που θα τον εγκαταστήσει εντέλει στο κέντρο του «Παραμυθιού χωρίς όνομα», παραχωρώντας του τη θέση του βασιλόπουλου. Η μελετήτρια αίρει εν προκειμένω παλαιότερες έρευνες, που ταυτίζουν την πολιτική του βασιλόπουλου με το αναμορφωτικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποδεικνύοντας πως η Δέλτα βασίζει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σε επιστολές του μακεδονομάχου Παύλου Μελά (ο μακεδονικός αγώνας θα πρωταγωνιστήσει στα κατοπινά βιβλία της), στις κοινωνικές ιδέες του Γεωργίου Σκληρού και στις περί έθνους ιδέες του Δραγούμη.
Από τον Μελά η Δέλτα παραλαμβάνει το αγωνιστικό φρόνημα για τα εθνικά δίκαια, από τον Σκληρό όχι τη σοσιαλιστική του ιδεολογία μα σίγουρα κάτι από το κοινωνικό του σχέδιο (δεν είναι πιθανόν τυχαίος ο κρίσιμος ρόλος τον οποίο παίζει στην ουτοπία του «Παραμυθιού χωρίς όνομα» η εργασία), που περιλάμβανε εκτός από την πάλη ανάμεσα στις τάξεις και την πάλη μεταξύ των εθνών, και από τον Δραγούμη την πεποίθηση πως άλλο η διεφθαρμένη υπόσταση του κράτους και εντελώς άλλο το αναζωογονητικό όραμα του έθνους. Ό,τι και όπως κι αν το παρέλαβε, το ζήτημα με την Πηνελόπη Δέλτα στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» είναι το πώς έρχεται να συναρπάσει μικρούς και μεγάλους μια γκροτέσκα μα και διδακτική ιστορία για τις τύχες του αλλοτινού και του σημερινού ελληνισμού, που πείθει ακριβώς γιατί δεν πάσχει από διδακτισμό, αλλά, αντιθέτως, από μια βαθύτερη έγνοια για όποιο κομμάτι του συλλογικού επηρεάζει την πολιτική, την κοινωνική και την καθημερινή μας ζωή – τότε και τώρα.
Β. Χατζηβασιλείου