Μετά τις δύο επιτυχημένες εκθέσεις «Το φαινόμενο της πεταλούδας» στο Εργοστάσιο Μουζάκης Πεταλούδα και «Reality Check I-II» στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής Δαφνί, ο αστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός artefact athens και ο επιμελητής Κώστας Πράπογλου ενεργοποιεί ένα ακόμα ιστορικό κτίριο στην καρδιά της Αθήνας, το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά στην οδό Πανεπιστήμιου 46, με την παρουσίαση της έκθεσης «wanderlust (φιλαποδημία)/all passports» (17/10-17/11). Ο εμβληματικός χώρος που μέχρι πρόσφατα στέγαζε τον κινηματογράφο «Ιντεάλ» φιλοξενεί έργα σύγχρονης τέχνης που εστιάζουν σε νοήματα μνήμης, ιστορικότητας και διαπροσωπικών αφηγήσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη την εννοιολογική σημασία του ταξιδιού αλλά και πιο συγκεκριμένα του Ομηρικού ταξιδιού και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα μας και την καθεμία μας, η έκθεση επιχειρεί να φέρει το κοινό κοντά σε ιδέες εσωτερικής εξερεύνησης, υπαρξιακής αναζήτησης και συναισθηματικής ανάτασης. «Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν διαχειρίζονται την έννοια του ταξιδιού ως εσωτερική διαδρομή, σαν ένα ταξίδι πνεύματος και ψυχής στον χώρο και τον χρόνο. Σχεδόν όλα τα έργα είναι ανταποκρινόμενα στον χώρο, δηλαδή site specific», ανέφερε στη διάρκεια της δημοσιογραφικής ξενάγησης ο επιμελητής της έκθεσης Κώστας Πράπογλου.
Μια εμπειρία εμβύθισης
Στο «wanderlust/all passports» συμμετέχουν 44 καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι μέσα από τα έργα τους -εγκαταστάσεις, γλυπτά, βίντεο, ζωγραφική, ηχοτοπία κλπ- φιλοδοξούν να προσφέρουν μια εμπειρία πλήρους εμβύθισης, ενθαρρύνοντας κάθε επισκέπτη να μπει σε διαδικασία ενδοσκόπησης και να συνδεθεί με την καθολική αναζήτηση νέων νοημάτων, ταυτότητας και αλληλεσυνδεσιμότητας. Ενώνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, καλούμαστε να αναλογιστούμε την ουσία των ταξιδιών μας- όπως κι αν τα βιώνουμε- σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο.
Η έκθεση εξετάζει την ταυτότητα και τη μακρά ιστορία του Μεγάρου Σλήμαν-Μελά, καθώς και τη σημασία του ως τοπόσημου που χαρακτηρίζεται από διαρκείς μεταβάσεις και αλλαγές χρήσεων. Παράλληλα, η έννοια της αλληλεσυνδεσιμότητας/υπερσύνδεσης των ανθρώπων και των πραγματικοτήτων τόσο σε μεταφορικό όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο αποτελεί άλλον έναν άξονα της έκθεσης.
Χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923) το 1890 για την οικογένεια του ερασιτέχνη αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν, το Μέγαρο ξεκίνησε τη ζωή του ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το Αρσάκειο εκπαιδευτικό ίδρυμα, έγινε ξενοδοχείο για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μετατράπηκε σε γραφεία για δικηγόρους και συμβολαιογράφους ενώ φιλοξένησε και καταστήματα που άφησαν το αποτύπωμα τους στην κοινωνική ζωή της πόλης. Στη συνέχεια του 20ου αιώνα προστέθηκαν ο εμβληματικός κινηματογράφος Ιντεάλ και το ομώνυμο εστιατόριο, που έγιναν ιστορικά στέκια της Αθήνας. Σήμερα, το κτίριο βρίσκεται ξανά σε μετάβαση καθώς θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο, με αποκατεστημένα όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και διακοσμητικά χαρακτηριστικά που χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Ένα νέο διαβατήριο για αναρίθμητους προορισμούς
Οι μεγάλες αίθουσες, τα μικρότερα δωμάτια, οι διάδρομοι και τα διάφορα περάσματα του κτιρίου που φιλοξενεί την έκθεση συγκροτούν μια συνειδησιακή ροή και μια συναισθηματική διαδρομή. Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες συνομιλούν με έννοιες του χωροχρόνου και πραγματεύονται νοήματα που σχετίζονται με το μέλλον μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος και του παρόντος.
Το κτίριο αναδύεται ως μία ζωντανή οντότητα, όπου κάθε καλλιτέχνης επανακαθορίζει τον εαυτό του, ενώ κάθε επισκέπτης περιπλανιέται μέσα σε αυτό, αναζητώντας και αποκαλύπτοντας ασυνείδητα τις δικές του αναφορές και καταβολές. Μάλιστα, παρόλο που κάθε εικαστικός έχει ένα ξεχωριστό χώρο, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να συνδιαλαγούν μαζί τους ακολουθώντας τη δική τους προσωπική χαρτογράφηση της έκθεσης.
«Όπως τα σώματα, οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, οι έννοιες και τα υλικά συγχωνεύονται σε μια κατάσταση ανθρωποκεντρικής αλληλεπίδρασης, αναδύεται μια ενέργεια που γεφυρώνει τα πάντα, βάζοντάς μας όλους μέσα σε ένα αέναο υπαρξιακό ταξίδι. Η ενεργοποίηση αυτού του χώρου αντιπροσωπεύει συμβολικά μια πνοή ζωής, δημιουργικότητας και έμπνευσης. Σηματοδοτεί μια ζωτική δύναμη και μια επιθυμία για αναγέννηση και εξέλιξη. Είναι σαν ένα νέο διαβατήριο για αναρίθμητους προορισμούς» σημειώνει ο Κώστας Πράπογλου.
Ανάμεσα στα έργα που μπορεί να θαυμάσουν οι επισκέπτες κατά την περιπλάνησή τους στο χώρο του Μεγάρου, είναι η εγκατάστασή «I Changed My Route to Have Your Gaze» (2024) της Εοζέν Αγκοπιάν η οποία αντανακλά το πλούσιο παρελθόν του κτιρίου, τις φθαρμένες επιφάνειές του που φέρουν απομεινάρια προηγούμενων εποχών. Επιπλέον, τα λεπτά νήματα στο έργο της γίνονται εργαλείο θέασης και εμπειρίας των εύθραυστων δεσμών μεταξύ της υποκειμενικής μνήμης και της αντικειμενικής πραγματικότητας, αναδεικνύοντας την περίπλοκη ισορροπία της ύπαρξης μέσα σε έναν συνεχώς εξελισσόμενο κόσμο.
Η εγκατάσταση της Άννας Αμπαριώτου, «…the cosmos exists…at last we are free to travel…they told us…» (2024), πλέκει περίτεχνα τη βιβλική αφήγηση της Κιβωτού του Νώε με σύγχρονες ανησυχίες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Το έργο αναδύεται ως ένα διεισδυτικό σχόλιο για την αδιάλειπτη εκμετάλλευση του πλανήτη και μας παροτρύνει να οραματιστούμε ένα σύμπαν όπου το ταξίδι της ανθρωπότητας επεκτείνεται πέρα από την απλή επιβίωση σε μια αρμονική συνύπαρξη με τον φυσικό κόσμο.
Στο τέλος του διαδρόμου του πρώτου ορόφου, η καθηλωτική εγκατάσταση «Beyond» (2024) της Λυδίας Ανδριώτη αποκαλύπτεται ως μια πολυδιάστατη εξερεύνηση της ύπαρξης και της υπέρβασης των ορίων της. Το έργο χωρίζεται σε δύο αλληλένδετους χώρους, καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει έναν καταλυτικό σχολιασμό σχετικά με την ανθρώπινη συνείδηση και το κοσμικό ταξίδι.
Στην κινηματογραφική οδύσσεια του Robert Cahen με τίτλο «L’ENTRE» (2014-2024), μεταφερόμαστε σε έναν κόσμο αιθέριων μορφών -τους «περαστικούς του κόσμου»- που περιπλανώνται μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ενσαρκώνοντας πλήθος φευγαλέων συναντήσεων. Ενώ στο ανατρεπτικό μονoκάναλο βίντεο «Open my Glade (Flatten)» (2000-2017), η Pipilotti Rist με τόλμη και αυτοπεποίθηση αντιμετωπίζει και υπονομεύει την οθόνη ως φυσικό σύνορο. Πιέζοντας το πρόσωπό της με δύναμη πάνω στο γυαλί, το έντονο μακιγιάζ της απλώνεται, μεταμορφώνοντας τον δεδομένο αρχιτεκτονικό χώρο σε ένα σωματικά βιωματικό καμβά απόδρασης και αναγέννησης.
Η εγκατάσταση της Μάρως Ζαχαρογιάννη, με τίτλο «My Body, My Prerogative» (2024), προσκαλεί τους θεατές σε μια οδύσσεια που συγχωνεύει τον χώρο με το σώμα, υφαίνοντας μια αφήγηση που εκτείνεται στο απέραντο συνεχές του χωροχρόνου. Οι μορφές της ενσωματώνουν τη μνήμη του τόπου, γίνονται αποτυπώματα ταυτοτήτων- ιστορίες ή σφραγίδες- που αναβαθμίζουν την εμπειρία και τη γνώση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο της Αννίτας Καλημέρη «Χρονικό Μιας Κατακερματισμένης Πρόσοψης» (2024), το οποίο αποτελείται από 55 ξεχωριστούς καμβάδες ζωγραφισμένους με λάδι και μελάνι, και αντλεί έμπνευση από το αρχικό σχέδιο του Ερνέστου Τσίλλερ για το μέγαρο Σλήμαν-Μελά. Όπως επίσης και το έργο «Τρία Ψέματα, μία αλήθεια» (2024) της Ελένης Ζερβού το οποίο επικεντρώνεται στον Ερρίκο Σλήμαν, μια πολυσχιδή προσωπικότητα, που αποτελεί παράδοξο τόσο στην ακαδημαϊκή όσο και στη δημόσια σφαίρα. Ενώ μνημονεύεται ως κεντρική φιγούρα της αρχαιολογίας της Μεσογείου και υπέρμαχος της ιστορικότητας, η παρακαταθήκη του επισκιάζεται από κατηγορίες περί εξαπάτησης και μυθομανίας.
Με την εντυπωσιακή εγκατάστασή της με τίτλο «Κοσμικές Πτήσεις και Αυτοαναφλέξεις», η Νεφέλη Μασία (2024), αναδημιουργεί τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, φέρνοντας στο προσκήνιο τον παράτολμο ζήλο και την υπερβολική φιλοδοξία που διακατέχουν τον άνθρωπο. Το έργο ξετυλίγει ένα προειδοποιητικό αφήγημα, εκπέμποντας ένα επείγον μήνυμα για ισορροπία μεταξύ καινοτομίας, ηθικής ευθύνης και προσωπικής αφύπνισης.
Ακόμη, η εμβυθιστική εγκατάσταση της Ισμήνης Σαμανίδου, «all we need is light and time, acosmicdance, look up» (2024), οδηγεί τους θεατές σε μια πολυδιάστατη σύμπραξη φωτός και σκιάς. Η εγκατάστασή της μεταμορφώνει τον αρχιτεκτονικό χώρο σε μια χρονοκάψουλα που αιωρείται μεταξύ του ένδοξου παρελθόντος και των μελλοντικών δυνατοτήτων. Χρησιμοποιεί υλικά όπως γυάλινους φακούς, χαρτί, ύφασμα και νήμα, καθένα από τα οποία αλληλεπιδρά με το φως, μετατρέποντάς τα σε διαρκώς μεταβαλλόμενα τοπία. Σε αυτό το περιβάλλον, τα δωμάτια του κτιρίου γίνονται σκοτεινοί θάλαμοι (camera obscura), αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα και επιτρέποντας στον έξω κόσμο να ρέει προς τα μέσα, σε έναν χορό πρισματικής διάχυσης και αναστροφής. Οι θεατές καλούνται να ανιχνεύσουν την ομορφιά στο αόρατο, ξεκινώντας ένα μαγικό ταξίδι μέσα σε ένα εναλλακτικό σύμπαν που δημιουργήθηκε εντός των ορίων του κτιρίου.
O Μανώλης Μπαμπούσης, με την εγκατάστασή του «Mon Repos – H ξεκούρασή μου» (2024), μας φέρνει αντιμέτωπους με την παρθένα ομορφιά της φύσης και εμβαθύνει υποδόρια στα περίπλοκα θέματα του ταξιδιού, της φύσης, των υπηρεσιών φιλοξενίας και της ανάπαυσης. Με τη χρυσή παιδική χαρά με τίτλο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» (2024), η Άντα Πετρανάκη ανατρέπει την έννοια της ευτυχίας που συχνά στηρίζεται στις ζωηρές αναμνήσεις της νεότητάς μας. Ενώ αυτές αρχικά λάμπουν σαν χρυσός, σταδιακά εξασθενούν υπό το βάρος των παιδικών τραυμάτων και της αναπόφευκτης ροής του χρόνου.
Τέλος, στο «Μνημείο Ψιθύρων» (2024) της Μαριάννας Στραπατσάκη, η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορία, συγκρούεται με το μέλλον της, τις αδιάκοπες ανησυχίες και τα οράματά της. Αποσυναρμολογημένα καθίσματα από τον κινηματογράφο Ιντεάλ, το γνωστό τοπόσημο της αθηναϊκής κοινωνίας, ενταγμένο στο κτιριακό συγκρότημα Σλήμαν-Μελά, στέκονται τώρα σαν τοτέμ μιας μυστηριώδους θεότητας και ορθώνονται αγέρωχα ως μνημείο μιας θρυλικής περασμένης εποχής. Σιωπηλά αφηγούνται ιστορίες ανθρώπινης παρουσίας και μια πληθώρα εμπειριών που τα συνόδευσαν για δεκαετίες.
Νάντια Μπακοπούλου