Το Ιράν απάντησε στην επιστολή που έστειλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και καλούσε την Τεχεράνη σε συνομιλίες για το πυρηνικό της πρόγραμμα, ανακοίνωσε σήμερα η ιρανική διπλωματία στο επίσημο ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων IRNA.
“Η επίσημη αυτή απάντηση περιλαμβάνει μια επιστολή στην οποία η θέση μας όσον αφορά την υφιστάμενη κατάσταση και την επιστολή του κ. Τραμπ εξηγείται πλήρως στην άλλη πλευρά”, υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, προσθέτοντας ότι η επιστολή στάλθηκε στο σουλτανάτο του Ομάν, το οποίο γενικότερα χρησιμεύει ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς οι δύο χώρες δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις από το 1980.
Ο Αραγτσί δεν διευκρίνισε τον χαρακτήρα της απάντησης του Ιράν ούτε πότε στάλθηκε η επιστολή.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος απέσυρε τη χώρα του από τη διεθνή συμφωνία με το Ιράν το 2018 κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, δηλώνει στο εξής ανοιχτός στον διάλογο με την Τεχεράνη για την επίβλεψη των πυρηνικών της δραστηριοτήτων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος αποκάλυψε ως εκ τούτου στις αρχές Μαρτίου ότι έγραψε μια επιστολή για το θέμα αυτό προς τους Ιρανούς ηγέτες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ παράλληλα ενίσχυσε την πολιτική του της άσκησης “μέγιστης πίεσης” σε βάρος του Ιράν, με πρόσθετες κυρώσεις και την απειλή στρατιωτικής δράσης σε περίπτωση άρνησης των συνομιλιών.
“Η πολιτική μας παραμένει να μην διαπραγματευόμαστε άμεσα (με τις Ηνωμένες Πολιτείες) υπό τη ‘μέγιστη πίεση’ και τις απειλές στρατιωτικής δράσης, αλλά οι έμμεσες διαπραγματεύσεις, όπως υπήρχαν στο παρελθόν, μπορούν να συνεχιστούν”, δήλωσε ο Αμπάς Αραγτσί.
Αν και δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις, Τεχεράνη και Ουάσινγκτον συνομιλούν εμμέσως μέσω της πρεσβείας της Ελβετίας στην ιρανική πρωτεύουσα, η οποία εκπροσωπεί τα αμερικανικά συμφέροντα στο Ιράν.
Το σουλτανάτο του Ομάν έχει επίσης διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή κατά το παρελθόν, όπως και το Κατάρ σε μικρότερο βαθμό. Η επιστολή του Ντόναλντ Τραμπ επιδόθηκε στο Ιράν μέσω των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Το 2015, το Ιράν σύναψε συμφωνία με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Κίνα, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία και Βρετανία) και τη Γερμανία για να εποπτεύουν τις πυρηνικές του δραστηριότητες.
Οι δυτικές χώρες υποψιάζονται εδώ και δεκαετίες την Τεχεράνη ότι θέλει να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Το Ιράν απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς και δηλώνει ότι το πρόγραμμά του αφορά αποκλειστικά μη στρατιωτικούς σκοπούς, συγκεκριμένα την ενέργεια.
Η συμφωνία αυτή προσέφερε στο Ιράν μια χαλάρωση των διεθνών κυρώσεων με αντάλλαγμα έναν περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών του. Το Ιράν τηρούσε τις δεσμεύσεις του, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ /ΙΑΕΑ).
Αλλά το 2018, ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από τη συμφωνία και επανέφερε τις αμερικανικές κυρώσεις.
Η απόφαση αυτή είχε υποκινηθεί κυρίως από την απουσία μέτρων κατά του βαλλιστικού προγράμματος του Ιράν, το οποίο η Ουάσινγκτον θεωρεί ως απειλή.