Τη διαπίστωση ότι η χώρα μας οδεύει με σταθερό ρυθμό στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων της, εξέφρασε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης, κατά την ομιλία του στο 5ο Συνέδριο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economis, που διεξήχθη διαδικτυακά.
Στο συνέδριο έγινε αναφορά στις ισχυρές αντοχές που έδειξε ο ελληνικός πρωτογενής τομέας κατά τη διάρκεια της πανδημία του κορονοϊού, με τον κ. Βορίδη να σημειώνει πως η παραγωγική διαδικασία στην Ελλάδα όχι μόνο συνεχίστηκε ομαλά πλην ορισμένων εξαιρέσεων, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, πέτυχε ρεκόρ χωρίς προηγούμενο, κυρίως στον εξαγωγικό τομέα.
Ο υπουργός έφερε ως παράδειγμα την αύξηση που καταγράφηκε στις εξαγωγές κερασιών, η οποία ανήλθε στο 61% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, αλλά και την αύξηση που σημείωσαν η εξαγωγή εσπεριδοειδών, ρυζιού και ακτινιδίων.
Ο κ. Βορίδης μίλησε για τις παρεμβάσεις του ΥΠΑΑΤ στους κλάδους οι οποίοι επηρεάστηκαν από την πανδημία, αξιοποιώντας πόρους από το πακέτο ενίσχυσης ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ που διαμορφώθηκε για αυτόν τον σκοπό, τονίζοντας παράλληλα ότι έχει διασφαλιστεί συνολικά το ποσό των 350 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των αναγκών του πρωτογενούς τομέα.
Εξέφρασε, δε, την ικανοποίησή του για τη συμφωνία που επήλθε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική αλλά και για τη διασφάλιση σταθερών κοινοτικών πόρων προς τους Έλληνες αγρότες. Ακόμη, χαρακτήρισε πρόκληση την υλοποίηση των υψηλών φιλοπεριβαλλοντικών φιλοδοξιών της Ένωσης σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας που επιδιώκει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων διαβεβαίωσε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι συμφωνίες που διέπουν τα προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) και Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία, στη μετά Brexit εποχή.
Τέλος, ο κ. Βορίδης υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στον πρωτογενή τομέα, φέρνοντας ως παράδειγμα το αναγκαιότητα εντατικοποίησης της διασυνοριακής συνεργασίας για την καταπολέμηση του φαινομένου της απάτης στα τρόφιμα και επισημαίνοντας ότι απαιτείται διεθνής συνεργασία, καθώς το συγκεκριμένο ζήτημα έχει διεθνικά χαρακτηριστικά και ένα κράτος δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνο του.