ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΕ-ΜΠΕ – Μιλάει η μεταφράστρια Ελένη Ζέρβα – Βιζυηνός, Παπαντώνης και Μάρκαρης μεταφράζονται στα γαλλικά

 

   Η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στο Παρίσι είναι προ των πυλών και εν όψει των εγκαινίων της λειτουργίας της που θα γίνει τον Απρίλιο, το ΑΠΕ-ΜΠΕ μιλάει με την Ελένη Ζέρβα, η οποία ξέρει πολύ καλά την Ελλάδα και την ελληνική λογοτεχνία. Από το 2005-2007 διετέλεσε διευθύντρια σπουδών του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης – ΕΚΕΜΕΛ. Ανέλαβε τη γενική διεύθυνση από το 2007 μέχρι και το κλείσιμο το 2012 και τώρα δουλεύει πάνω σε ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας στα γαλλικά.

   Ακολουθεί η συνέντευξη της μεταφράστριας Ελένης Ζέρβα στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και το ΑΠΕ-ΜΠΕ

   -Λέγεται συχνά ότι η ελληνική λογοτεχνία δεν προωθείται στο εξωτερικό. Τι γίνεται με τη Γαλλία;

   -Αν μιλήσουμε για τη γαλλική αγορά, τα τελευταία χρόνια μεταφράστηκε και μεταφράζεται σημαντικός αριθμός έργων της ελληνικής λογοτεχνίας. Την άνοιξη θα κυκλοφορήσουν στα γαλλικά διάφορα έργα Ελλήνων συγγραφέων. Θα περιοριστώ για την κουβέντα μας στα βιβλία που μετέφρασα μαζί με τον Μισέλ Βόλκοβιτς, αναφέροντας τίτλους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους: «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» του Άκη Παπαντώνη, το οποίο επελέγη να μεταφραστεί μετά τη βράβευσή του από το περιοδικό «Αναγνώστης», και δύο διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» σ έναν τόμο ο οποίος εγκαινιάζει τη μετάφραση των Απάντων του συγγραφέα τα οποία θα ολοκληρωθούν σε τρεις τόμους. Επίσης, μόλις παραδόθηκε στους εκδότες η μετάφραση του μυθιστορήματος «Το κίνημα της αυτοκτονίας» του Πέτρου Μάρκαρη, που θα κυκλοφορήσει στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο.

    Τα τρία αυτά βιβλία μεταφράστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα επειδή είχαν ίδια ημερομηνία παράδοσης και καθ΄ οδόν προστέθηκε και ένα θεατρικό του Ανδρέα Φλουράκη, «Τα πράγματα που παίρνεις μαζί». Συμβαίνει καμιά φορά στην κουζίνα του μεταφραστή να βράζουν πολλές κατσαρόλες ταυτόχρονα, αλλά το γεγονός ότι πρέπει να περνάμε από τη μία στην άλλη μάς επιτρέπει συχνά να έχουμε την κατάλληλη απόσταση από το κείμενο για να βρεθεί η σωστή λέξη που μας διέφευγε για μέρες, η σωστή αντιστοιχία που ξέφευγε όσο ήμασταν βυθισμένοι στο κείμενο.

   -Τι είδους μεταφραστικές δυσκολίες αντιμετωπίζει η ελληνική λογοτεχνία στα γαλλικά; Και ποια σχέση μπορεί έχουν αυτές με την προώθησή της σε διεθνές περιβάλλον;

   -Δεν θα επικεντρωθώ στη δυσκολία της μετάφρασης από τα ελληνικά στα γαλλικά, σε σχέση με άλλες γλώσσες πιο ευέλικτες, όπως είναι τα ισπανικά ή τα αγγλικά κυρίως. Η δυσκαμψία της ίδιας της γαλλικής γλώσσας και οι αυστηροί κανόνες της αποτελούν τη μεγαλύτερη δυσκολία. Έχω αναφερθεί στο θέμα αυτό μιλώντας για τις μεταφράσεις μου του Δημήτρη Νόλλα όπου, για να ακολουθήσω τους ρυθμούς του πρωτοτύπου, ένιωθα, όπως έλεγε ο Lacarrière, σαν κάβουρας που θέλει να κινείται σαν γάτα. Θα ήθελα, ωστόσο, να ανοίξω μια παρένθεση για τις δυσκολίες όταν πρόκειται για παλαιότερα κείμενα, όπως είναι τα διηγήματα του Βιζυηνού. Συχνά μού λένε ότι η μετάφρασή τους αποτελεί κατόρθωμα, ή τουλάχιστον απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Αλλά εάν και χρονοβόρα για άλλους λόγους — κυρίως πραγματολογικούς –, η μετάφραση της καθαρεύουσας είναι, δεν θα έλεγα πιο εύκολη, τίποτα δεν είναι εύκολο στη μετάφραση (ακόμα και ένα απλό τηλεγράφημα μπορεί να θέσει ερωτήματα), αλλά ας πούμε πιο βατή για τον Γάλλο μεταφραστή. Η δομή της καθαρεύουσας, πιο αυστηρή, ταιριάζει περισσότερο με τη γαλλική γλώσσα. Από αυτή την άποψη, το να βρεθεί ο σωστός ρυθμός στον Μάρκαρη είναι πιο δύσκολο από το να ακολουθήσει κανείς τα μονοπάτια του Βιζυηνού, ακόμα και τα πιο δύσβατα. Στον Μάρκαρη, για να μείνεις πιστός στον παλμό του κειμένου, στην ευελιξία του λόγου, πρέπει συχνά να αυτοσχεδιάζεις.

    Το θέμα πάντως όταν μιλάμε για τη μετάφραση και την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι εντέλει ποιοι θα μεταφραστούν (είπαμε ότι ελληνικά βιβλία μεταφράζονται πάντοτε) αλλά ποιοι από τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζουμε θα διαβαστούν. Θα έλεγα ότι, με εξαίρεση το διήγημα (παρόλο που στον υπόλοιπο κόσμο φαίνεται ότι το διήγημα διαβάζεται και αρέσει, στη Γαλλία ειδικά οι αναγνώστες και οι εκδότες το σνομπάρουν σχεδόν όσο και την ποίηση), συνήθως διαβάζονται στο εξωτερικό αυτά που διαβάζονται αντίστοιχα στη χώρα τους. Ο Μάρκαρης για παράδειγμα είναι χαρισματικός συγγραφέας της επικαιρότητας και ως τέτοιος αντιμετωπίζεται τόσο από το εγχώριο αναγνωστικό κοινό όσο και από το ξένο. Το ότι η ελληνική κρίση έγινε κάποια στιγμή της μόδας δεν εξηγεί από μόνο του την επιτυχία του Μάρκαρη στο εξωτερικό. Ο Μάρκαρης θα διαβαστεί, λοιπόν, στη Γαλλία, όπως διαβάζεται στην Ελλάδα. Πιστεύω πως ο Παπαντώνης θα έχει αντίστοιχη υποδοχή, αλλά φαντάζομαι ότι ο Βιζυηνός, όσο καλές κριτικές και να εισπράξει, δεν θα πουλήσει, όπως και δεν πουλάει πια στην Ελλάδα. Είναι σαν τον Προυστ στη Γαλλία, όλοι τον ξέρουν και τον θαυμάζουν, αλλά λίγοι πλέον τον διαβάζουν. Να προσθέσουμε ότι ο Βιζυηνός επιβαρύνεται και με την ιδιότητα του διηγηματογράφου, κάτι που ανεβάζει τον βαθμό δυσκολίας της προώθησής του στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό (ας πούμε ότι γι᾽ αυτόν τον συγγραφέα έχουμε ένα jackpot δυσκολίας). Βέβαια δεν αποκλείεται και η ευνοϊκή έκπληξη — αυτά που συμβαίνουν στη λογοτεχνία είναι συχνά ένα μυστήριο.

   -Πείτε μας για τους εκδότες που αναλαμβάνουν στη Γαλλία τις μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας

   -Ο Μάρκαρης κυκλοφορεί στη Γαλλία από τις εκδόσεις Cambourakis. Ο Βιζυηνός και ο Παπαντώνης από τις εκδόσεις Le miel des anges. Αξίζει να σταθούμε λίγο στον οίκο αυτόν και στη δημιουργία του το 2013. Ο Μισέλ Βόλκοβιτς ήθελε αρχικά να εκδώσει ποιητικά και θεατρικά κείμενα που κοιμούνταν στα συρτάρια του λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τους Γάλλους εκδότες. Τα πρώτα χρόνια εκδόθηκαν και κάποιες μεμονωμένες ανθολογίες διηγημάτων. Το διήγημα εισέβαλε δυναμικά το 2017, στην αρχή της συνεργασίας μου με τον οίκο, όταν, ως ακτιβίστρια του διηγήματος (όπως με αποκάλεσε κάποτε ο Μάρκος Μέσκος), πρότεινα στον Βόλκοβιτς να μεταφραστούν συγγραφείς όπως ο Δημήτρης Νόλλας και ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, και οι δύο πολύ αγαπημένοι μου. Έκτοτε, έχουν προστεθεί αρκετά ονόματα, όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης και αρκετοί ακόμα. Στη σειρά που είναι αφιερωμένη στον 19ο αιώνα έχουν μεταφραστεί, εκτός από τον Βιζυηνό, ο Δημήτριος Βικέλας και η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (πραγματική ανακάλυψη για μας), και θα ακολουθήσουν και άλλοι. Ο κατάλογος του οίκου (που εκδίδει αποκλειστικά ελληνικά βιβλία) αριθμεί σήμερα περίπου 130 τίτλους (που συμπεριλαμβάνουν είδη τα οποία συνήθως περιφρονούνται, στη Γαλλία τουλάχιστον, επειδή δεν ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό: διήγημα και νουβέλα, ποίηση και θέατρο). Να σταματήσουμε, όμως, να τα μεταφράζουμε επειδή δεν πουλάνε; Ακόμα και ο Σεφέρης, του οποίου τα ποιήματα εκδόθηκαν στο σύνολό τους για πρώτη φορά στα γαλλικά στο Miel des anges το 2023, πέρασε απαρατήρητος. Ας μην αναφέρουμε τον Καρυωτάκη ή τον Σολωμό…

    Το ευτύχημα με το Miel des anges είναι ότι δημιουργήθηκε με στόχο όχι την κατάκτηση κάποιας αγοράς αλλά τη μετάδοση της εικόνας μιας χώρας σε ξένο αναγνωστικό κοινό. Και η εικόνα μιας χώρας είναι βεβαίως η επικαιρότητά της (που τόσο καλά εκπροσωπείται από τον Μάρκαρη), αλλά είναι και η ποίηση της, το θέατρό της, και το διήγημα – το οποίο στην Ελλάδα μοιάζει να είναι πρωτάθλημα με υψηλές επιδόσεις όπου διαπρέπουν πολλοί συγγραφείς.

   -Τι μπορεί να κάνει ένας μεταφραστής για να προωθήσει τη λογοτεχνία μιας χώρας;

   -Μα, να συνεχίσει να μεταφράζει και να προτείνει κείμενα για να ολοκληρώσει όσο μπορεί την εικόνα της χώρας. Θα ήθελα, για παράδειγμα, κάποια στιγμή να προστεθεί στον κατάλογο του Miel des anges, που δεν έχει επεκταθεί ακόμη στο μυθιστόρημα, το «Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης» του Ν. Γ. Πεντζίκη, άλλο μπεστ-σέλερ α λα Προυστ, με την έννοια ότι όλοι το σέβονται και το θαυμάζουν, πλην λίγοι το διαβάζουν (για πολλά χρόνια είχα την υποψία ότι τα αντίτυπα που πουλιούνταν ήταν όσα αγόραζα η ίδια για να χαρίσω). Ποιος ξέρει τι υποδοχή θα του επιφυλασσόταν στη Γαλλία. Υπάρχουν πάντα εκπλήξεις. «Η Αθήνα της μιας διαδρομής» του Μάρκαρη, που κυκλοφόρησε από το Miel des anges το 2019 (ακόμα και ο Μάρκαρης σε μικρή φόρμα περιφρονείται από τους μεγαλύτερους εκδότες) βρήκε απήχηση, όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω της φήμης του συγγραφέα στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, σχεδόν άγνωστη πλέον στην Ελλάδα, εξελίσσεται σε έναν από τους τίτλους του καταλόγου που ενδιαφέρουν περισσότερο τους αναγνώστες.

Η διαδρομή ενός βιβλίου παραμένει πάντα ένα μυστήριο. Από την πλευρά μας, ας συνεχίσουμε να μεταφράζουμε.

Β. Χατζηβασιλείου 

ΦΩΤΟ 

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com