Τα τελευταία χρόνια είναι σοβαρές οι εξελίξεις στο θέμα τόσο των τεκνοθεσιών όσο και των αναδοχών στην Ελλάδα μέσω των παρεμβάσεων και λειτουργίας του νέου ρυθμιστικού πλαισίου έχοντας αυξήσει τους ρυθμούς υιοθεσίας. Το ηλεκτρονικό σύστημα anynet που έχει εφαρμοστεί στις δομές έχει φέρει αποτελέσματα. Χαρακτηριστικά τα παιδιά που ήταν καταγραμμένα για πρώτη φορά το 2020 ήταν 2.310 ενώ σήμερα τα παιδιά αυτά είναι 1.300. Παρόλα αυτά συνεχίζεται το πρόβλημα της μεγάλης αναμονής αλλά και των τεράστιων δυσκολιών για τεκνοθεσία μεγάλων σε ηλικία παιδιών ή εκείνων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή παιδιά ΑΜΕΑ.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ επισκέφτηκε το Κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ αλλά και το πρώην ΠΙΚΠΑ Πεντέλης και κατέγραψε τηλεοπτικά την πραγματική εικόνα που επικρατεί σήμερα στα δύο μεγαλύτερα ιδρύματα στην Αττική σε θέματα υιοθεσίας. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία στο βίντεο-ντοκιμαντέρ που δίνει σήμερα στην δημοσιότητα το ΑΠΕ-ΜΠΕ υπογράφει ο δημοσιογράφος του Πρακτορείου Γιώργος Κουβαράς. Λεπτομερειακά το πλαίσιο του μεγάλου κοινωνικού προβλήματος θέτει μέσω του Πρακτορείου ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής πολιτικής κ. Κωνσταντίνος Γλούμης – Ατσαλάκης.
Οι υιοθεσίες μέσα στο χρόνο
Το Κέντρο Βρεφών Μητέρα ιδρύθηκε το 1953 και λειτούργησε τον Σεπτέμβρη του 1955 σε μια δύσκολη γεμάτη ταμπού εποχή.
Στην ίδρυση του οδήγησαν οι ανάγκες που αφορούσαν στις αρνητικές κοινωνικές αντιλήψεις εκείνων των χρόνων απέναντι στην μητέρα και το βρέφος της που κυοφορούσε εκτός γάμου, αλλά και στις κατά κανόνα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των βρεφών στα ήδη λειτουργούντα βρεφοκομεία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 κάθε χρόνο μόνο στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, που τότε βρισκόταν στην οδό Πειραιώς, εγκαταλείπονταν περίπου 650 με 700 βρέφη! Υπήρξε χρονιά που ξεπερνούσαν τα 1.200.
«Εκείνα τα χρόνια οι κοινωνικές ανάγκες ήταν τέτοιες όπου νέες ανήλικες κοπέλες βρίσκονταν σε κίνδυνο στην Αθήνα και θέλοντας να προστατευτούν από κυήσεις που ήταν ανεπιθύμητες. Γι’ αυτό και μέσα στο Μητέρα υπάρχει τμήμα Λεχωίδων και Επίτοκων που φιλοξενούνταν κάποιες από αυτές τις μητέρες μέχρι να γεννήσουν και η κοινωνική υπηρεσία με επιστημονικό δυναμικό , ψυχολόγους, βρεφοκόμους και κοινωνικούς λειτουργούς συνεργάζονταν για να δουν πιο θα είναι το μέλλον αυτών των παιδιών», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Νικητέας ο βρεφοκόμος στο Μητέρα. Εργάζεται στο ίδρυμα πάνω από 30 χρόνια μαζί με την σύζυγο του και έχει γνωρίσει όλα τα παιδιά που έχουν περάσει από εδώ. Και τα περισσότερα που υιοθετήθηκαν κρατούν επαφή μαζί του.
Για τον Νικητέα «την πρώτη στιγμή έτσι σχεδιάστηκε να προσπαθήσει να γίνει συνεργασία, η κοινωνική υπηρεσία να συνεργάζεται με τη βιολογική μητέρα ή την οικογένεια, τη φυσική οικογένεια, ή να επανέλθει στο παιδί ή αν αυτό δεν καθίσταται δυνατόν και για το συμφέρον του παιδιού να τοποθετηθεί ή σε ανάδοχη ή σε υιοθεσία. ) Η διαδικασία υιοθεσίας και ανάδοχης από δημοσία ιδρύματα σήμερα έχει βελτιωθεί» μας λέει ο βρεφοκόμος και διευκρινίζει ότι σήμερα στο Μητέρα υπάρχουν 46 παιδιά ενώ αναμένουν μέσα στην ημέρα άλλα τέσσερα. Σύνολο δηλαδή πενήντα. Είναι ο απόλυτος αριθμός για τα παιδιά που μπορούν να φιλοξενηθούν στην Μονάδα.
Πώς λειτουργεί το ηλεκτρονικό σύστημα
Ο Γενικός Γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής πολιτικής κ. Κωνσταντίνος Γλούμης Ατσαλάκης θεωρεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημαντικές τις εξελίξεις στο θέμα των υιοθεσιών και της αναδοχής σήμερα.
«Πέρασε ο νόμος το 2018 για τις αναδοχές, που ήταν όντως μία κινητήριος δύναμη για να γίνουν αρκετές αλλαγές και ξεκινήσαμε το 2020 το ηλεκτρονικό σύστημα anynet για την παρακολούθηση όλων των νομών και όλων των παιδιών που βρίσκονται σε κλειστές δομές παιδικής προστασίας και δημόσιες και ιδιωτικές. Οι ρυθμιστικές επίσης παρεμβάσεις που έχουν γίνει, ) διευρύνοντας τα ηλικιακά όρια, διευκολύνοντας τη διαδικασία των αναδοχών αλλά και των τεκνοθεσιών, έχουμε δει ότι έχουν επιφέρει ένα πολύ μεγάλο αποτέλεσμα. Δηλαδή έχουμε μία πολύ μεγάλη αύξηση στο ρυθμό και των αναδοχών και των τεκνοθεσιών από το 2020 που έχει εφαρμοστεί το σύστημα, »
«Είναι χαρακτηριστικό, προσθέτει ο Γενικός Γραμματέας, να δούμε ότι το 2020 τα παιδιά τα οποία ήταν καταγεγραμμένα στις δομές παιδικής προστασίας για πρώτη φορά ήταν 2.310 και πλέον αυτή τη στιγμή τα παιδιά αυτά είναι 1.200 περίπου. Επομένως βλέπουμε και στους αριθμούς μία πολύ σημαντική μείωση αλλά βλέπουμε και στις διαδικασίες και είναι αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Έχουμε μένει σε επαφή με τους επαγγελματίες που ασχολούνται με το χώρο, δηλαδή με τους κοινωνικούς λειτουργούς, (με τις περιφέρειες, με τους φορείς παιδικής προστασίας, και δημόσιους και ιδιωτικούς.
Οι παρεμβάσεις
Για τον κ. Γλούμη-Ατσαλάκη «οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει είναι αρκετά ολιστικές και οριζόντιες. Δηλαδή έχουμε ξεκινήσει όχι μόνο από τις διαδικασίες ανάδοχων και υιοθεσιών, αλλά και από τη διαδικασία την ίδια της παραμονής και της φιλοξενίας των παιδιών στα ιδρύματα που λέμε, που τις λέμε πλέον μονάδες παιδικής προστασίας.
Για πρώτη φορά έχουμε το 2022 προδιαγραφές για το πώς λειτουργούν αυτές οι δομές. Δεν υπήρχαν μέχρι τώρα καθόλου προδιαγραφές για τη λειτουργία τους. Και γιατί είναι σημαντικές οι προδιαγραφές.
«Δεν είναι μόνο τα κτιριολογικά ή το πώς είναι τα δωμάτια και οι χώρες των παιδιών που είναι εξίσου κρίσιμοι για τη διαμονή τους, αλλά είναι και το προσωπικό. Το σημαντικό λοιπόν για τις δομές αυτές, που θα πρέπει να είναι σίγουρα δομές προσωρινής φιλοξενίας μόνο των παιδιών και όχι μακροχρόνιας φιλοξενίας τους, είναι να υπάρχει το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο και θα πλαισιώνει και θα υποστηρίζει τα παιδιά, αλλά και θα τα δουλεύει, αν μου επιτρέπει ο όρος αυτός, προκειμένου να ενταχθούν ξανά στην κοινότητα, να βρεθεί για αυτά δηλαδή μια οικογένεια. ‘Αρα εκεί είναι πολύ σημαντικό το ότι έχουμε προσωπικό φροντίδας, αλλά και προσωπικό επιστημονικό σε επίπεδο κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων, οι οποίοι είναι ουσιαστικά οι άνθρωποι, οι οποίοι θα βοηθήσουν τα παιδιά να φύγουν από τις δομές αυτές και να ενταχθούν ξανά στην κοινότητα, να ενταχθούν σε μια οικογένεια, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον.»
Αυξήθηκαν οι υιοθεσίες
Στο Μητέρα, που είναι η μεγαλύτερη δομή βρεφών που έχουμε στη χώρα μας, έχουν μειωθεί από 85 περίπου στα 45 αυτή τη στιγμή τα παιδιά τα οποία υπάρχουν, τα βρέφη και τα νήπια.
«Η πολυθετική συμβολή του πληροφοριακού συστήματος, σημειώνει ο κ. Γλούμης Ατσαλάκης, δεν είναι απλά για να πούμε ότι τόσα παιδιά βγήκαν από τα ιδρύματα, είναι για να παρατηρήσουμε τελικά γιατί τα παιδιά μένουν και ποια είναι τα παιδιά τα οποία μένουν στα ιδρύματα. Είναι κάτι που μπορεί σε ένα θεωρητικό επίπεδο να το ξέραμε, αλλά αυτή τη στιγμή το γνωρίζουμε και μπορούμε να το τεκμηριώσουμε κιόλας πολύ καλύτερα.»
«Παρατηρώντας το σύστημα και βλέποντας πώς περάσαμε από τα 2.310 παιδιά στα 1.200 αυτή τη στιγμή, αυτό που παρατηρούμε είναι δύο ομάδες οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να ενταχθούν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον και να βγουν από το Ίδρυμα.
Η μία ομάδα είναι κυρίως οι έφηβοι -τα μεγαλύτερα παιδιά αλλά ιδίως οι έφηβοι- και η δεύτερη ομάδα είναι τα παιδιά με αναπηρίες.
Η εικόνα στο πρώην ΠΙΚΠΑ
Το Ίδρυμα με το διακριτικό τίτλο σήμερα Αναρρωτήριο Πεντέλης αποτελεί δομή που παλαιότερα ονομάζονταν Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντίληψης, ΠΙΚΠΑ. Στεγάζεται από την ίδρυση του το 1937 σε ένα ιστορικό κτίριο που έφτιαξε ο αρχιτέκτονας Πάνος Νικολής Τζελέπης.
Αρχικά φιλοξενούσε παιδιά με φυματίωση και αδενοπάθεια. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε Ίδρυμα με σαφές περιεχόμενο την προστασία παιδιών. Και εδώ, ξεκινά η ιστορία πολλών ορφανών ή εγκαταλελειμμένων παιδιών που βρέθηκαν εκεί για διάφορους και ειδικούς λόγους τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο κ. Σπύρος Καραγούνης που διευθύνει τη μονάδα μας επισημαίνει ότι «τα παιδιά που έρχονται εδώ είναι είτε παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ και έχουν εγκαταλειφθεί, οπότε με εισαγγελική εντολή εισάγονται στη μονάδα, είτε παιδιά στα οποία έχει υπάρξει κακοποίηση και παραμέληση και έχει επέμβει ο εισαγγελέας ή έχει εκδώσει εντολή για απομάκρυνση από το περιβάλλον τους η και εισαγωγή σε Ίδρυμα.»
Η πρώτη υιοθεσία έγινε το 1932 και από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γίνει συνολικά στο πρώην ΠΙΚΠΑ 2.646 υιοθεσίες και από αυτές η συντριπτική πλειοψηφία την περίοδο 1950 έως το 1980. Σήμερα η κατάσταση δείχνει πολύ καλύτερη τα τελευταία χρόνια ωστόσο παραμένει πολλές αγκυλώσεις.
«Αυτό που έχει βελτιωθεί είναι ότι εξετάζονται πιο άμεσα οι αιτήσεις και αξιολογούνται οι αιτήσεις νωρίς, δηλαδή μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά την υποβολή της αίτησης η κοινωνική υπηρεσία έχει υποχρέωση να ολοκληρώσει την αξιολόγηση με την κοινωνική έρευνα. Έτσι λοιπόν, αφού αξιολογηθούν και περάσουν εκπαίδευση, οι αιτούντες μπαίνουν στο Εθνικό Μητρώο και εκεί, περιμένουν στη σειρά τους για την υιοθεσία, μας λέει η Κοινωνική λειτουργός Γουρνάκη Ιωάννα μια εμβληματική μορφή για το ΠΙΚΠΑ πάνω από δύο δεκαετίες τώρα.
Την ρωτάμε αν οι οικογένειες βάζουν προϋποθέσεις και περιορισμούς.
«Όντως ως προς την συνδεσιμότητα τους φαίνονται πολύ συχνά πολύ περιορισμοί, ως προς τη φυλή, ως προς το οικογενειακό ιστορικό. Και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα για εμάς ως προς το ότι υπάρχουν παιδιά με τα αντίστοιχα θέματα που δεν γίνονται αποδεκτά όταν προκύπτουν προτάσεις σύνδεσης.»
Δίνονται κίνητρα
Σχετικά με αυτό ο Γενικός Γραμματέας Κωνσταντίνος Γλούμης Ατσαλάκης δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Εκεί λοιπόν αυτό που ήρθαμε και κάναμε με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης φέραμε δύο πολύ σημαντικά προγράμματα, τα οποία βοηθούν νομίζω, να αλλάξει η εικόνα και της παιδικής προστασίας.
Το πρώτο είναι η μονάδα ημιαυτόνομης διαβίωσης. Εκεί, έχουμε διαμερίσματα δηλαδή για εφήβους και ενηλίκους μέχρι 26 ετών που διαβιούν αυτή τη στιγμή σε ιδρύματα προκειμένου να μπουν σε διαμερίσματα στην κοινότητα και να υποστηριχθούν από το κατάλληλο προσωπικό. ‘Αρα με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζουμε το κομμάτι των εφήβων που είναι πολύ μικρή ζήτηση αν το πω έτσι σε υποψήφιους αναδόχους και θετούς γονείς.
Και το δεύτερο κομμάτι είναι η επαγγελματική αναδοχή, η οποία είναι ένα πρόγραμμα όπου απευθύνεται στα άτομα με αναπηρία. Επαγγελματίες ανάδοχοι είναι οι γονείς, οι οποίοι λαμβάνουν ένα αυξημένο ποσό σε σχέση με το επίδομα αναδοχής προκειμένου να φροντίσουν ένα παιδί με αναπηρία να το βγάλουν από το ίδρυμα και να το έχουν στο σπίτι τους.»
Στο ΠΙΚΠΑ σήμερα υπάρχουν όπως μας επισημαίνουν όλοι, σημαντικές ελλείψεις προσωπικού κυρίως σε νοσηλευτές και εξειδικευμένο προσωπικό κάτι για το οποίο ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου σημειώνει ότι έχουν δρομολογηθεί νέες προλήψεις ωστόσο «χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια, υπάρχουν πολλές θέσεις οι οποίες έχουν εγκριθεί από το 2019 και έπειτα για μόνιμο προσωπικό στις δομές αυτές. Οι διαδικασίες όπως γνωρίζετε για όλο το δημόσιο, καθυστερούν αρκετά και έχει καθυστερήσει να έρθει και το προσωπικό αυτό αλλά είμαστε σε ένα ισοζύγιο το οποίο έχει μια ισορροπία.»
Γιώργος Κουβαράς
ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ