Μια φωτογραφική αφήγηση που έχει τις ρίζες της στην ανάγκη του δημιουργού της για περιπλάνηση, κατανόηση και αποτύπωση των ανθρώπων -και των ιστοριών τους- συνιστά το πρότζεκτ Marabou του Κωνσταντίνου Σοφικίτη. Το φωτογραφικό αυτό πρότζεκτ δεν είναι απλώς μια σειρά εικόνων από τον κόσμο γύρω μας, αλλά το αποτέλεσμα ενός προσωπικού ταξιδιού, μιας αέναης αναζήτησης της ανθρώπινης εμπειρίας, της στιγμής που κρύβει την ουσία της ύπαρξης. Και αυτό το ταξίδι δεν αφορά μόνο τις γεωγραφικές αποστάσεις, αλλά και τις πιο βαθιές ψυχικές αναζητήσεις του ίδιου του φωτογράφου.
Άλλωστε, το Marabou του Σοφικίτη δεν φέρει τυχαία αυτό το όνομα. Όπως και η πρώτη ποιητική συλλογή του ποιητή των θαλασσών, έτσι και η δική του δουλειά είναι ένα ταξίδι σε πραγματικούς ανθρώπους, σε αθέατες πλευρές και σε …ξεχασμένες λέξεις. «Ο Καββαδίας ήταν φορέας ιστοριών. Δεν έγραφε μόνο τα δικά του∙ έγραφε αυτά που τού αφηγήθηκαν. Αυτό ακριβώς θέλησα να κάνω κι εγώ, μέσα από την εικόνα. Να γίνω ένας ενδιάμεσος, ένας “ μεταφορέας” εμπειριών και ζωών από τα νησιά του Αιγαίου», εξηγεί ο φωτογράφος, μιλώντας στο Πρακτορείο 104,9 FM, τον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων. «Δεν ταξιδεύω απλώς για να δω, αλλά για να καταλάβω. Και δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβεις. Οι εικόνες είναι το πιο κοντινό που μπορείς να προσφέρεις. Δεν είναι πάντα η αλήθεια, αλλά είναι το δικό σου κομμάτι αυτής», τονίζει.
Το Marabou του Σοφικίτη γεννήθηκε το 2018, όταν ο γνωστός φωτογράφος ξεκίνησε να ταξιδεύει στα 65 κατοικημένα νησιά του Αιγαίου, καταγράφοντας πρόσωπα, φωνές, βλέμματα. Δεν αναζητούσε τους «φωτογενείς» ανθρώπους, αλλά εκείνους που κουβαλούσαν ιστορίες. Ιστορίες προφορικές, βιωματικές, σχεδόν ποιητικές. Οι φωτογραφίες του δεν είναι ούτε τουριστικές ούτε καταγραφικές. Είναι συγκεντρωμένες μαρτυρίες, που -όπως και οι στίχοι του ποιητή- κρύβουν περισσότερα απ’ όσα λένε. «Πολλές φορές δεν κρατώ καν τη μηχανή. Πρώτα γνωρίζω, συνομιλώ, μαθαίνω. Η φωτογραφία, για μένα, ξεκινά από τη συζήτηση […] Αν δε συνδεθείς με τους ανθρώπους, δεν μπορείς να αποτυπώσεις τίποτα αυθεντικό. Κάθε φωτογραφία είναι το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης, της εμπιστοσύνης που κερδίζεις. Η εικόνα είναι πάντα μια αναγνώριση αυτού που υπάρχει, ακόμα κι αν είναι αθέατο για τους άλλους», προσθέτει.
«Το Αιγαίο», λέει ο φωτογράφος, «είναι γεμάτο από φωνές που ακούγονται και σιγά σιγά ξεθωριάζουν. Οι άνθρωποι που ζουν εκεί έχουν ένα μοναδικό βλέμμα στον κόσμο. Το βλέμμα τους είναι γεμάτο ιστορίες, γεμάτο ιστορία. Το νησί τους είναι ένας μικρός κόσμος από μόνος του, και θέλω να το αποτυπώσω μέσα από την ανθρώπινη παρουσία».
Η εικαστική του γλώσσα είναι λιτή και βαθιά συμβολική. Φως από το πλάι, ένα πρόσωπο στο προσκήνιο, το υπόλοιπο πλαίσιο πιο ασαφές. Οι εικόνες αυτές δεν αποκαλύπτουν τα πάντα – μόνο ό,τι επιλέγουν οι ίδιοι να φωτίσουν. «Όταν φωτογραφίζω, δεν μπορώ να καταγράψω όλη τη ζωή ενός ανθρώπου. Εκείνος επιλέγει τι θα μού φανερώσει – κι εγώ προσπαθώ να το αποδώσω με σεβασμό. Είναι σαν να μού δίνει έναν στίχο. Κι εγώ χτίζω γύρω του μια εικόνα».
Για τον ίδιο, άλλωστε, η φωτογραφία είναι μια πράξη έκθεσης και υπέρβασης του εαυτού του. «Η τέχνη, αν το σκεφτείς, συνδέει ανθρώπους χωρίς να χρειάζεται λόγια. Μπορείς να καταλάβεις έναν άνθρωπο απλώς κοιτάζοντας τη ματιά του. Και πιστεύω ότι η φωτογραφία έχει αυτή τη δύναμη. Αν καταφέρεις να μπεις μέσα στη στιγμή, μπορείς να καταγράψεις κάτι που έχει αληθινή αξία».
Το πρότζεκτ αυτό τον οδήγησε στην 15η Μπιενάλε της Αβάνας, όπου παρουσίασε 25 μεγάλα πορτρέτα – μισά από την Κούβα, μισά από το Αιγαίο. Εκεί, σε μια από τις φτωχότερες συνοικίες της πόλης, τα έργα του εκτέθηκαν σε δημόσιο χώρο – όπως ακριβώς ταξίδευαν και τα ποιήματα του Καββαδία: ελεύθερα!
Η σχέση του με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει είναι βαθιά και προσωπική. Από τις εικόνες των ψαράδων στα απομακρυσμένα νησιά μέχρι τα πορτρέτα των Κουβανών στην Αβάνα, η συνάντηση με τον Άλλον είναι το θεμέλιο του έργου του. «Πηγαίνοντας στην Κούβα, συνειδητοποίησα κάτι πολύ απλό: όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως τόπου, έχουν τις ίδιες βασικές ανάγκες και τα ίδια όνειρα. Οι πολιτισμοί είναι διαφορετικοί, αλλά οι ψυχές μοιάζουν πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζουμε».
Ο Σοφικίτης δεν αναζητά το εξωτικό ή το εντυπωσιακό, αλλά την ανθρώπινη αλήθεια. Και καθώς μιλά, θυμίζει εκείνη τη φράση του ποιητή που λέει: Δεν ταξιδεύουμε για να φτάσουμε κάπου, αλλά για να συναντήσουμε κάτι μέσα μας. Ο ίδιος δεν βιάζεται να φτάσει. Ούτε στις φωτογραφίες του, ούτε στους ανθρώπους που τις απαρτίζουν. Όπως κι ο Καββαδίας, μένει λίγο παραπάνω, για να καταλάβει. Και στο τέλος, ίσως να γράφει κι εκείνος -με εικόνες αντί για λέξεις- μια δική του ποιητική συλλογή, ανοιχτή στον κόσμο.
Με την ίδια επιμονή που το Marabou πετάει αέναα στον αέρα, ο Σοφικίτης συνεχίζει να ταξιδεύει και να φωτογραφίζει, να αποτυπώνει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από το αδιαπέραστο πέπλο του χρόνου. Και καθώς φεύγει από το Αιγαίο -ή όπου αλλού ταξιδεύει- αφήνει πίσω του εικόνες που ζουν για να μας θυμίζουν πάντα το πιο βαθύ και αληθινό: τον άνθρωπο, σε όλες του τις εκφάνσεις. «Το Marabou είναι το σύμβολο της αέναης αναζήτησης. Είναι το πουλί που ποτέ δεν φτάνει, που πάντα πετά, αλλά δεν ξεκουράζεται ποτέ», καταλήγει.
Η φωτογραφική ματιά του Κωνσταντίνου Σοφικίτη μάς καλεί να αναρωτηθούμε: Πόσο συχνά σταματάμε να κοιτάξουμε το γύρω μας με προσοχή και σεβασμό απέναντι στη φύση και τον άνθρωπο; Πόσο συχνά αναγνωρίζουμε τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις ματιές των ανθρώπων που συναντάμε; Ο φωτογράφος μάς προσκαλεί να κοιτάξουμε βαθύτερα, να ακούσουμε τον ήχο των ιστοριών που μένουν αθέατες, αλλά και να αφήσουμε τη φωτογραφία να μας δώσει μια νέα αίσθηση της πραγματικότητας.
Σοφία Παπαδοπούλου
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις ανάγκες της συνέντευξης ο Κωνσταντίνος Σοφικίτης