Από την προξενική κατοικία στη λεωφόρο των Εξοχών στον ρόλο των προξένων στον Μακεδονικό Αγώνα- Η ιστορία των προξενείων της Θεσσαλονίκης

Μια εξαιρετική κατοικία, στη λεωφόρο των Εξοχών, τη σημερινή Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, στη Θεσσαλονίκη είχε ο ιταλικής καταγωγής πρόξενος Λουίτζι Καρμπονέρι, όπως αναφέρει το 1876 στο βιβλίο της με τίτλο «Αναμνήσεις» η Λαίδη Μπλαντ, σύζυγος του Βρετανού προξένου, Τζων Μπλαντ. Ο Καρμπονέρι ήταν πρόξενος σε έξι χώρες, μερικές φορές και συγχρόνως, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι στο σαλόνι του, σε κάθε έναν από τους τοίχους του χώρου, υπήρξε ένας μεγάλος καναπές με δύο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι. Σε κάθε ένα από τα τραπεζάκια αυτά βρισκόταν η σημαία του κράτους το οποίο εκπροσωπούσε και ανάλογα με το ποιος ερχόταν για να συζητήσει μαζί του, εκείνος τον οδηγούσε στον κατάλληλο καναπέ. «Ο Καρμπονέρι ήταν ένας από τους κατ’ επάγγελμα προξένους, τους περίφημους πολυθεσίτες, ενώ μια άλλη κατηγορία ήταν οι οικογένειες προξένων» τόνισε ο συγγραφέας Γιάννης Μέγας, μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα «Προξενικό Σώμα – Οι πρόξενοι στα 25 προξενεία στη Θεσσαλονίκη – 1685 -1912» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 33ου επιχειρηματικό και οικονομικό Πολυσυνεδρίου Money Show.

«Ξετυλίγοντας» την ιστορία των προξένων από τις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου του, ανέφερε ότι από τα 220 αυτά χρόνια, τα πρώτα 150 οι πρόξενοι και όλο το προσωπικό των προξενείων ασχολούνται με το εμπόριο των κρατών, ήταν κάτι σαν εμπορικοί αντιπρόσωποι. «Από τη Θεσσαλονίκη γινόταν το εξαγωγικό εμπόριο των Βαλκανίων προς την Ευρώπη και όλο το εισαγωγικό εμπόριο. Τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα ήταν τα καπνά, τα σιτηρά, το όπιο στην περιοχή του Κιλκίς και οι βδέλλες στην περιοχή της Πιερίας» σημείωσε, ενώ τόνισε ότι στα μέσα του 19ου αιώνα εντάχθηκε και η διπλωματία στις λειτουργίες των προξένων καθώς κατέρρεε η οθωμανική αυτοκρατορία και οι χώρες προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη θέση τους.

Όπως ανέφερε ο ίδιος, αρκετοί από τους προξένους παντρεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη είτε Εβραίες είτε Ελληνίδες, ενώ οι επίτιμοι πρόξενοι ήταν κυρίως Εβραίοι, λόγω της μόρφωσής τους και των ξένων γλωσσών που μιλούσαν. Μιλώντας για τους Έλληνες προξένους σημείωσε ότι υπήρξαν φυσιογνωμίες όπως ο Χατζηλαζάρου, ο Κορομηλάς και άλλοι που ήταν διαπιστευμένοι από το Βασίλειο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη και βοήθησαν πολύ στον Μακεδονικό Αγώνα καθώς το προξενείο κατά κάποιο τρόπο δρούσε ως επιτηρητής του τι γινόταν εκείνη την εποχή. «Μετά το 1912 η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται, τα σύνορα του ελληνικού κράτους είναι 30 χιλιόμετρα βορείως της Θεσσαλονίκης, η πόλη χάνει όλη την ενδοχώρα των Βαλκανίων, η Θεσσαλονίκη τραυματίζεται, βέβαια γίνεται ελληνική αλλά περιορίζεται ο πλούτος και το εμπόριο στην πόλη. Ακολούθησαν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πυρκαγιά του 1917, το προσφυγικό το 1922. Η Θεσσαλονίκη ως το 1912 ήταν μια πόλη διαφορετική από τη Θεσσαλονίκη ως και τη δεκαετία του 70» συμπλήρωσε. 

Ενενήντα χιλιάδες τεκμήρια και αρχεία από τα υπουργεία εξωτερικών κρατών και κρατιδίων

Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συγκεντρώσει στοιχεία και πληροφορίες αναφέρθηκε ο Γιώργος Παλάζης, πρόξενος επί τιμή της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Αφορμή, όπως είπε, για να ξεκινήσει τη διαδικασία αυτή, ήταν τρεις καρτ ποστάλ για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, που αγόρασε το 1974 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν και εργαζόταν ως μηχανικός. Στη συνέχεια, ο κ. Μέγας συνέλεξε επί 40 χρόνια υλικό για τη Θεσσαλονίκη από το 1800 έως το 1950 (καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, γκραβούρες, βιβλία, περιοδικά, χάρτες, μετοχές, επιστολόχαρτα, προγράμματα κινηματογράφων), ένα σύνολο 90.000 τεκμηρίων. Οι πληροφορίες στο βιβλίο «Οι πρόξενοι στα 25 προξενεία στη Θεσσαλονίκη – 1685 -1912» προέρχονται κατά κύριο λόγο από την επικοινωνία του με τα υπουργεία Εξωτερικών και τα κρατικά αρχεία των κρατών και κρατιδίων. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι οι επικεφαλής πρόξενοι ή υποπρόξενοι που υπηρέτησαν στην πόλη στη διάρκεια των 225 ετών ήταν περίπου 300.

«Το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη έχει αυτά τα προξενεία μεταξύ του 1685 και του 1912, δηλαδή ως την απελευθέρωσή της, δείχνει και τη σημασία που πάντα είχε αυτή η πόλη» τόνισε από την πλευρά του ο υφυπουργός Εσωτερικών (τομέας Μακεδονίας Θράκης), Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, και αναφέρθηκε στη γεωπολιτική της θέση, τον εμπορικό της ρόλο, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, το μωσαϊκό των λαών που συνυπήρχαν εκεί. 

Οι τοξωτές πύλες που έκλειναν κάθε βράδυ

Με αφορμή αποσπάσματα του βιβλίου του κ. Μέγα, ο κ. Γκιουλέκας μίλησε για τα προξενικά κτίρια που βρίσκονταν στην περιοχή του Βαρδάρη και μετά στον Φραγκομαχαλά, τις αναφορές της συζύγου του Βρετανού πρέσβη στις ελάχιστες άμαξες που υπήρχαν για να μεταφέρουν τις τουρκάλες νύφες στα νέα τους σπίτια, την εβραϊκή συνοικία, τα σκουπίδια που πετούσαν οι κάτοικοι έξω από τα σπίτια τους ιδιαίτερα στις φτωχές περιοχές της πόλης, τις πυρκαγιές του 1890 και του 1917. «Η Λαίδη Μπλαντ το 1876, σύζυγος του Βρετανού προξένου Τζων Μπλαντ, λέει ότι η Σαλονίκη, όπως την έλεγαν τότε, δεν είχε τίποτε καινούριο όπως τόσες άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Τα παλιά τείχη που περιέβαλαν την πόλη κατέρρεαν και υπήρχαν ανοίγματα παντού, αλλά οι δύο τοξωτές πύλες, μία σε κάθε άκρη της Στράντα Βία, της Εγνατίας Οδού, είχαν διατηρηθεί θαυμάσια και προς δυσφορία των κατοίκων, αυτές οι πύλες έκλειναν κάθε βράδυ με τη δύση του ηλίου, ένα παράλογο μέτρο ασφαλείας που διατηρούσαν οι αρχές για τα ασήμαντα έσοδα που απέφερε» είπε. Συμπλήρωσε, δε, ότι η πόλη ξεκινούσε από τον Βαρδάρη, την πλατεία Δημοκρατίας και τελείωνε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η ΕΥΑΘ, απέναντι από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ο υφυπουργός Εσωτερικών έκανε λόγο και για αντιθέσεις στις περιγραφές των προξένων και των μελών των οικογενειών τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επισημάνσεις για την άθλια κατάσταση των δρόμων και την υπερβολική πολυτέλεια που εμφάνιζαν πολύ πλούσιοι έμποροι όλων των εθνικοτήτων και κάθε θρησκείας. Ο ίδιος χαρακτήρισε το βιβλίο του Γιάννη Μέγα, μια «ανασκαφή στην ιστορία», ένα προϊόν μακράς έρευνας, που δίνει μια εικόνα της καθημερινότητας της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή.

Στη φυσιογνωμία του Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, Ισραηλινού πολιτικού και πρώτου πρωθυπουργού του Ισραήλ, ο οποίος για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν στη Θεσσαλονίκη αναφέρθηκε ο Άκης Δαγκαζιάν, πρόξενος επί τιμή της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Συγκεκριμένα σχολίασε ότι έπρεπε να διαχειρίζεται επτά γλώσσες για να μπορέσει να συνεννοηθεί στη Θεσσαλονίκη και το γεγονός αυτό αποδίδει το τι ήταν η Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο.

Π. Γιούλτση
 

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com