Γεννήθηκε στην Κρήτη αλλά δεν ήταν οι χαραγμένες με αίμα βεντέτες στην ιστορία του νησιού αυτές που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά οι σπουδές του στα νομικά και την εγκληματολογία. Μεγαλώνοντας μέσα σε οικογένεια δικηγόρων, το έγκλημα ήταν συχνά πεδίο συζήτησης, ενώ ο δρόμος σπουδών του «κούμπωσε» πάνω στην αγάπη του για αναγνώσματα όπως αυτά της Άγκαθα Κρίστι και του Ζωρζ Σιμενόν. Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων -ή Criminartist όπως συστήνεται στο κοινό μέσα από την προσωπική του ιστοσελίδα, σε μια ιδιότυπη σύνθεση του φόνου με την τέχνη- χαράσσει τη δική του ξεχωριστή πορεία στον χώρο της συγγραφής, έχοντας επιλέξει ως τόπο ζωής τα τελευταία 13 χρόνια τη Γαλλία, εκεί όπου, όπως έχει κατά καιρούς δηλώσει, αισθάνεται την ελευθερία της δημιουργίας.
Στα Γαλλικά -αν και η πρωτότυπη γλώσσα συγγραφής είναι η Αγγλική- κυκλοφορεί και το τελευταίο του βιβλίο, ένα έξοχο «πάντρεμα» μυθοπλασίας και ιστορίας, σύγχρονου πολάρ και ελληνικής τραγωδίας. Στο «Omero, le fils caché» (Όμηρος, ο κρυφός γιος), ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης παρακολουθεί την αγωνιώδη αναζήτηση του Omero Lengrini, του κρυφού γιου ενός εμβληματικού ζευγαριού, για να βρει την πραγματική του ταυτότητα. Ο Omero πεθαίνει δυο φορές: μια πρώτη αμέσως μετά τη γέννησή του – όπως μαρτυρά ένα πιστοποιητικό θανάτου – τη δεύτερη λίγο μετά τα εξήντα. Πώς εξηγείται αυτό το μυστήριο; Στις 30 Μαρτίου 1960, μια γυναίκα γεννά πρόωρα ένα παιδί. Πρόκειται για την Μαρία Κάλλας. Πατέρας είναι ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Ο θάνατος του μωρού διαπιστώθηκε λίγες ώρες αργότερα. Τι θα γινόταν αν το παιδί είχε επιζήσει; Ακολουθώντας τα χνάρια των γονιών του από την Αθήνα στη Ρώμη, απ’ το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, ο Omero προσπαθεί να ξετυλίξει την οικογενειακή του ιστορία και να ανακαλύψει την αλήθεια μέσα σ’ ένα πλέγμα χειραγώγησης, μυστικών και ψεμάτων. Έτσι ξεκινά η ιστορία του Omero, την οποία «ξεδίπλωσε» στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης και ο Σύλλογος Παλαιών Μαθητών και Φίλων του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης Nouvelle Amicale.
Στο περιθώριο της εκδήλωσης, στο φιλόξενο περίπτερο του Γαλλικού Ινστιτούτου στην 20η ΔΕΒΘ, ο βραβευμένος με το «Prix Méditerranée du polar 2023» συγγραφέας μίλησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το νέο του μυθιστόρημα αλλά κι αυτό που τον απασχολεί πάντα: την ψυχολογία του εγκλήματος, το γιατί κάποιος φτάνει στο σημείο ν’ αφαιρέσει μια ζωή. «Το λέω πάντα -και στην εισαγωγή πριν ξεκινήσει το κείμενο αυτό καθαυτό των βιβλίων μου- πως οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν, οι μέθοδοι της αστυνομίας αλλάζουν, αυτό που δεν αλλάζει είναι το γιατί σκοτώνουμε. Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα σκοτώνουμε πάντα για τους ίδιους λόγους», εξηγεί.
Στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης απαντά σε σειρά ερωτήσεων και ρίχνει φως στην ιστορία του Omero:
– Το νέο σας βιβλίο τι υπόθεση έχει;
Είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει κυκλοφορήσει στη Γαλλία -προς το παρόν κυκλοφορεί μόνο στα Γαλλικά- το οποίο αναμειγνύει μυθοπλασία και πραγματικά γεγονότα, πράγματα και πρόσωπα. Είναι όμως μυθοπλασία, είναι ένα μυθιστόρημα για έναν υποτιθέμενο γιο της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση. Σύμφωνα με τον Νίκολα Γκέιτζ (Νικόλα Γκατζογιάννη) κι ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2000 (Ελληνική Φλόγα), που μιλάει για τον δεσμό Κάλλας – Ωνάση, οι δύο μεγάλες αυτές προσωπικότητες είχαν ένα παιδί, το οποίο γεννήθηκε ζωντανό αλλά πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή του. Πήρα λοιπόν αυτό το παιδί και τού έδωσα ζωή, τι θα συνέβαινε εάν είχε επιβιώσει. Και παρακολουθούμε την ιστορία του Omero, που μας διηγείται την ιστορία του, μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικών γεγονότων. Είναι μια μείξη μεταξύ αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και σύγχρονου πολάρ.
– Τα πραγματικά γεγονότα πού ερείδονται;
Είναι γεγονότα που έχουν να κάνουν, για παράδειγμα, με την καριέρα της Μαρίας Κάλλας. Έχουν να κάνουν με γεγονότα πάρα πολύ γνωστά της ζωής του Ωνάση, της Τζάκι Κένεντι, του Παζολίνι, του γιου της Κένεντι, του Τζον Τζον. Έχουν να κάνουν με πραγματικά περιστατικά -ειδήσεις όπως λέμε, που τα παίρνω εγώ και τα ερμηνεύω με έναν τρόπο διαφορετικό. Κι εκεί μπαίνει η μυθοπλασία.
– Επειδή μιλάμε για προσωπικότητες με διαστάσεις μύθου, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να «πλέξεις» τα πραγματικά γεγονότα με τη μυθοπλασία όταν έχεις να χειριστείς τέτοιου είδους προσωπικότητες;
Ήταν εύκολο και δύσκολο παράλληλα. Ήταν εύκολο από την άποψη ότι υπήρχε πάρα πολύ αρχειακό υλικό. Το δύσκολο ήταν να παραμερίσω λίγο το υλικό αυτό, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν για τις προσωπικότητες αυτές και να δημιουργήσω νέους πρωταγωνιστές ενός μυθιστορήματος που είναι βασισμένο πάνω σ’ αυτά που γνωρίζουμε. Έπρεπε δηλαδή να γνωρίσω καλά, να τα κάνω αυτά τα πραγματικά γεγονότα δικά μου και στη συνέχεια να τα παραβλέψω ή να τα ερμηνεύσω διαφορετικά. Όπως κάνουμε στο ιστορικό μυθιστόρημα. Παίρνουμε μια βάση ιστορική και την ερμηνεύουμε διαφορετικά. Και κυρίως αυτό γίνεται με τη δημιουργία, το πλάσιμο ενός χαρακτήρα που δεν υπάρχει, που είναι ο Όμηρος, που πέθανε στη γέννα του. Δημιουργώ εκ του μηδενός ένα πρόσωπο που περιβάλλεται από την αύρα δύο μύθων και το παιδί αυτό μεγαλώνει μακριά από την οικογένειά του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι οι γονείς του. Όταν το ανακαλύπτει, ανακαλύπτει την πλευρά του μύθου, αυτό που γνωρίζουμε όλοι. Ωστόσο αυτό που θέλει να μάθει αυτός είναι άλλα πράγματα. Αυτό που θέλουμε όλοι να μάθουμε για τους πιο δικούς μας ανθρώπους. Κι εκεί ξεκινά η έρευνά του να ανακαλύψει τις ρίζες του, την ταυτότητά του, να ανακαλύψει κι αυτός ποιος είναι…
– Πραγματώνεται αυτός ο στόχος του;
Βρίσκει απαντήσεις στο τέλος της έρευνάς του. Απαντήσεις που πολλές φορές δεν είναι αυτές οι οποίες θέλει αλλά δίνουν τέλος σε αυτή την έρευνα με έναν τρόπο ξανά μυθολογικό. Και τίθεται το ερώτημα που τίθεται, για παράδειγμα, και στον Οιδίποδα. Ο Οιδίποδας ήταν καλό που ανακάλυψε τελικά ποιος πραγματικά είναι ή θα ήταν πιο ευτυχισμένος αν ζούσε στην άγνοια; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον Omero.
– Κι αφού βρίσκει τις απαντήσεις, τι συμβαίνει μετά με τον Omero;
Είναι η ερώτηση που και ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, γιατί το κείμενο είναι γραμμένο στο α’ ενικό. Μιλάει ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο στον αναγνώστη και πιο συγκεκριμένα μιλάει σε έναν φίλο στον οποίο έχει εμπιστευτεί το χειρόγραφο που αποκαλεί την αυτοβιογραφία του. Κι αναρωτιέται και ο ίδιος: τι συμβαίνει όταν τελειώσει η αποστολή που έχει καταλάβει 40 χρόνια της ζωής του; Συνεχίζει να ζει και βρίσκει μια νέα αποστολή ή κουρνιάζει σε μία γωνία και τελειώνει και η φυσική του ύπαρξη; Μαθαίνουμε ήδη από την αρχή πως μόλις τελειώνει η αποστολή πεθαίνει και ο ίδιος. Γιατί ο αναγνώστης ο αρχικός, ο Έλληνας συγγραφέας που ζει στη Γαλλία κι έχει παραλάβει την αυτοβιογραφία, μας λέει από την αρχή ότι ο φίλος του είναι νεκρός.
– Αυτό το βιβλίο το έχετε γράψει στα Αγγλικά κι όχι στα Ελληνικά που είναι η μητρική σας γλώσσα ούτε στα Γαλλικά, τη γλώσσα της χώρας όπου ζείτε και δημιουργείτε. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος;
Τα αστυνομικά μυθιστορήματά μου τα γράφω στα Ελληνικά γιατί λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα και σκέφτομαι ως Έλληνας. Κάποια δοκίμια τα γράφω στα Αγγλικά, κάποιες νουβέλες στα Γαλλικά. Είναι κάθε φορά το κείμενο που μού επιβάλλει ποια είναι η γλώσσα στην οποία θα γράψω. Και το συγκεκριμένο το έγραψα στα Αγγλικά για έναν πολύ απλό λόγο: για εμένα τα Αγγλικά που μιλάμε όλοι, τα λεγόμενα continental English, που είναι και η γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η γλώσσα των απάτριδων. Κι αυτό το παιδί, από 17 ετών και μετά, ανακαλύπτει ότι η ζωή του ήταν ένα ψέμα, μεγαλώνει στην Ιταλία με γονείς θετούς κι ανακαλύπτει ότι είναι Έλληνας κι ότι οι γονείς του είναι δύο Ελληνες για τους οποίους αρχικά δεν ξέρει τίποτα. Κι αρχίζει μια Οδύσσεια για να ανακαλύψει ποιος είναι, για να ανακαλύψει τις ρίζες του. Είναι ένας άπατρις. Δεν ξέρει πού ανήκει, σε ποια οικογένεια ανήκει, σε ποια χώρα. Η γλώσσα των απάτριδων είναι τα Αγγλικά και το κείμενο το ίδιο μού επέβαλε να το γράψω σε αυτή τη γλώσσα. Ωστόσο, κυκλοφορεί προς το παρόν μόνο στα Γαλλικά -στην πρώτη γλώσσα που μεταφράστηκε. Ήταν ένας φόρος τιμής στη χώρα που με φιλοξενεί τα τελευταία 13 χρόνια αλλά και στη χώρα που φιλοξένησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της και τη Μαρία Κάλλας.
Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης είναι μέλος της Crime Writers’ Association και -μεταξύ άλλων- η βιβλιογραφία του περιλαμβάνει:
* The Louvre Murder Club / Scènes de crime au Louvre, 2017, Éditions Le Passage (βραβείο Document Littéraire National)
* Au 5e étage de la faculté de droit, 2018, μυθιστόρημα, Éditions Albin Michel (βραβεία Balai d’Or και Académie du Var)
* The Orsay Murder Club / Scènes de crime à Orsay, 2018, Éditions Le Passage
* Mourir en scène, 2020, μυθιστόρημα, Éditions Albin Michel
* Μυθιστόρημα με κλειδί, 2021, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μίνωας
* Στον 5ο όροφο της Νομικής, 2022, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μίνωας
* Qui a tué Lucy Davis?, 2022, Éditions Plon
* Mord unter griechischer Sonne, 2022, Kampa Verlag
Σοφία Παπαδοπούλου