Ιστορική αναδρομή στις πρώτες διοργανώσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, αλλά και στην περίοδο που αυτή δεν διεξήχθη, έκανε ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και ΜΜΕ Βλάσης Βλασίδης. Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», ο κ. Βλασίδης αναφέρθηκε στον χαρακτήρα της έκθεσης τότε, στο άνοιγμά της στην τοπική κοινωνία, καθώς και σε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία πολλών δεκαετιών πριν, που παραμένουν κοινά έως σήμερα.
Η πρώτη έκθεση πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη έναν χρόνο μετά την αίτηση που υπέβαλε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ο βουλευτής Νικόλαος Γερμανός, ζητώντας άδεια για την πραγματοποίησή της. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη διεθνής έκθεση στην Ελλάδα.
«Αν και στόχος της έκθεσης ήταν να απευθύνεται κυρίως στους εμπόρους και τους βιομηχάνους, φάνηκε γρήγορα η απροθυμία των βιομηχάνων της Αθήνας να έρθουν στην Θεσσαλονίκη και να χτίσουν περίπτερα (όπως γινόταν τότε) μέσα στην έκθεση. Αντίθετα, υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για συμμετοχή από βαλκανικά κράτη και στη συνέχεια από ευρωπαϊκά, που αποτέλεσαν τις κρατικές συμμετοχές, οι οποίες άνδρωσαν την έκθεση», εξηγεί ο κ. Βλασίδης.
Μία εμπορική έκθεση είναι επιτυχημένη όταν προβάλλει προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν είτε το Β2Β (από επιχειρηματίες προς επιχειρηματίες) είτε το Β2C (από επιχειρηματίες προς καταναλωτές). Πολύ νωρίς όμως, από το 1929 και έπειτα, η οικονομική κρίση άρχισε να επηρεάζει την Ελλάδα, με αποτέλεσμα ο κόσμος -που δεν είχε χρήματα να πάει στην έκθεση- να την αντιμετωπίζει ως μία περιττή πολυτέλεια. «Την περίοδο εκείνη αποφασίζεται ότι πρέπει να γίνουν κάποιες ενέργειες που θα προσελκύσουν επισκέπτες και έτσι εφαρμόζεται ένα πρωτόγονο… μάρκετινγκ, που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών. Στο πλαίσιο αυτό αρχίζουν και διανέμονται δωρεάν προϊόντα όπως το γάλα και οι καραμέλες, ενώ η μπίρα αρχίζει και κυκλοφορεί σε πολύ χαμηλότερες τιμές», αναφέρει ο ιστορικός.
Πάνω που η έκθεση «χαμογέλασε» στον κόσμο και αυτός ανταποκρίθηκε, ήρθε η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής στη χώρα μας (1941 – 1944) και τα πολύ δύσκολα χρόνια τα οποία ακολούθησαν με τον εμφύλιο πόλεμο και την οικονομική καχεξία της Ελλάδος. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ανέστειλε τη λειτουργία της, όπως έκαναν και άλλες διεθνείς εμπορικές εκθέσεις στην Ευρώπη. «Είναι μια γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ούτε καν οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάγονται έως το 1948. Σιγά σιγά όμως, καθώς η οικονομική και πολιτική κατάσταση αρχίζει να βελτιώνεται, εμφανίζεται και πάλι η ανάγκη να γίνουν εμπορικές εκθέσεις. Έτσι η Έκθεση της Θεσσαλονίκης είναι μία από τις πρώτες που ξαναγίνονται στην Ευρώπη, μετά τη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, το 1951», υπογραμμίζει ο κ. Βλασίδης.
Τονίζει, ωστόσο, ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να επαναλειτουργήσει, διότι στη διάρκεια της κατοχής τα κτίριά της χρησιμοποιήθηκαν από τον γερμανικό στρατό ως στρατώνες και ως αποθήκες, και επιπλέον, ένα μέρος τους καταστράφηκε από βομβαρδισμούς, τη στιγμή που προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν η επιδιόρθωση άλλων δημόσιων κτιρίων. Λίγα χρόνια πριν από την κατοχή μάλιστα, είχε ληφθεί η απόφαση για την μεταφορά της ΔΕΘ στον χώρο που στεγάζεται σήμερα, γεγονός που έκανε ανέφικτη τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων εκεί που διεξάγονταν αρχικά.
Όταν τελικά επαναλειτούργησε η έκθεση, ο κόσμος την αγκάλιασε, καθώς λόγω της πίεσης που ένιωθε, δεν είχε ανάγκη να καλύψει απλώς τις βιοτικές του ανάγκες, αλλά ήθελε κάτι περισσότερο. «Την περίοδο που δεν λειτουργούσε η έκθεση, ο κόσμος ήθελε να ζήσει, όχι απλώς να επιβιώσει. Επέλεγε να πηγαίνει στον κινηματογράφο, ήθελε να βγαίνει έξω, δεν ήθελε να μένει κλεισμένος στο σπίτι του. Έτσι, το 1951 όταν ξεκίνησε και πάλι, η διοίκησή της προκειμένου να προσελκύσει τον κόσμο και όχι μόνο τους εκθέτες, προσέφερε κάποια… ριζοσπαστικά προϊόντα, όπως η μαύρη μπίρα και τα λουκάνικα, κάποιες καθαρά γερμανικές καταναλωτικές συνήθειες που εκτιμώ ότι εμπεδώθηκαν στους Θεσσαλονικείς στη διάρκεια της κατοχής», λέει στο «Πρακτορείο FM» ο αναπληρωτής καθηγητής.
Τα συγκεκριμένα προϊόντα παραμένουν ως τις μέρες μας οι «ατραξιόν» έξω από τα περίπτερα της έκθεσης. Ίδιο είναι επίσης το γεγονός ότι στη ΔΕΘ παρουσιάζονται πρώτα αρκετές νέες ανακαλύψεις και προϊόντα, ενώ δυστυχώς ίδια αναμένεται να είναι και η οικονομική ζημιά που θα υποστεί η εταιρεία με τη μη λειτουργία της φέτος, λόγω της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Βαρβάρα Καζαντζίδου