Μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση του ενταγμένου στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό πρόγραμμα Θεσσαλίας 2014-2020 (ΕΣΠΑ 2014-2020) Έργου «Βελτίωση επισκεψιμότητας Σπηλαίου Θεόπετρας, Π.Ε. Τρικάλων», το σπήλαιο Θεόπετρας άνοιξε πρόσφατα εκ νέου για το κοινό μετά από εννέα χρόνια. Η πράξη με τίτλο «Βελτίωση επισκεψιμότητας Σπηλαίου Θεόπετρας» εντάχθηκε στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Θεσσαλίας 2014-2020 (ΕΣΠΑ 2014-2020) τον Απρίλιο του 2020. τους βουλευτές του. Η πράξη χρηματοδοτήθηκε από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους και περιελάμβανε δύο έργα. Το έργο αποκατάστασης της λειτουργίας του σπηλαίου Θεόπετρας υπήρξε ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα, λόγω των σημαντικών τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζαν οι απαιτούμενες επεμβάσεις και της ιδιαιτερότητας που προσέδιδε η μεγάλη αρχαιολογική σημασία του χώρου. Για την ολοκλήρωση του εργάστηκαν με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα ειδικών επιστημών (αρχαιολόγοι, μηχανικοί, βιολόγοι) και προσωπικό της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας και της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων Π.Ε. Τρικάλων.
«Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χλμ. πριν από την τελευταία σε υψόμετρο περίπου 300μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 100μ. πάνω από την πεδιάδα, στη βόρεια πλευρά ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από το ομώνυμο Τοπικό Διαμέρισμα του Δήμου Καλαμπάκας. Πολύ κοντά ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχεια του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η πιο προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και γειτνιάζει άμεσα δυτικά τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα όσο και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, και αυτά τα χαρακτηριστικά από τα δύο διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα αντανακλώνται και στις επιγραφές του σπηλαίου». Αυτά, μεταξύ άλλων, τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Δρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας, διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου Θεόπετρας και επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ.
Να πούμε από την αρχή ότι πριν από τις ανασκαφές του σπηλαίου Θεόπετρας επικρατούσε, σύμφωνα με την ίδια, στη βιβλιογραφία η άποψη ότι η προϊστορία στη Θεσσαλία άρχιζε από τη Νεολιθική περίοδο και μετά. Kαι ότι η Μεσολιθική περίοδος που συνδέει το Πλειστόκαινο με το Ολόκαινο, δεν υπήρχε στη Θεσσαλία και τα όποια παλαιολιθικά ευρήματα είχαν βρεθεί σε πλειστοκαινικές αναβαθμίδες κοντά στις όχθες του Πηνειού από την γερμανική ερευνητική ομάδα υπό τον Vladimir Milojčič (1965) ήταν κατάλοιπα περαστικών κυνηγών που έρχονταν από άλλα μέρη. Οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας ήρθαν να ανατρέψουν τα παλαιότερα δεδομένα οδηγώντας μας στις απαρχές της κατοίκησης της Θεσσαλίας από τον προϊστορικό άνθρωπο. Το σπήλαιο αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων.
Πιο αναλυτικά τονίζει η κ. Κυπαρίσση, στις επιχώσεις του σπηλαίου Θεόπετρας αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος), στην οποία εμπεριέχονται μέρος του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και το Ολόκαινο (Μεσολιθική και Νεολιθική) σε συνέχεια, χωρίς διακοπή: η πρώτη φθάνει τα 4.50 μ. πάχος στην κεντρική περιοχή του σπηλαίου, όπου και το μεγαλύτερο πάχος των επιχώσεων, ενώ στην ανατολική και νότια περιφέρεια, όπου η ανασκαφή έφτασε ως το φυσικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο, οι αντίστοιχες επιχώσεις δεν ξεπερνούν τα 2,50-3,00 μ. Ο βαθύτερος κεντρικός χώρος του σπηλαίου γέμισε επανειλημμένως από ιζήματα οφειλόμενα σε αποθέσεις νερού που δημιουργούσαν κατά περιόδους στο μεγαλύτερο, βαθύτερο και κεντρικότερο τμήμα του σπηλαίου μια λιμνάζουσα περιοχή. Μιλάμε δηλαδή, εξηγεί, για εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας περιφέρειας του σπηλαίου, που προέρχονταν από την εξωτερική ανατολική επιφάνεια του βραχώδους σχηματισμού, συμπαρασύροντας πέτρες, οι οποίες είναι σήμερα ακόμη ορατές στις απολήξεις αυτών των αγωγών. Νερά έμπαιναν επίσης και από την πλατιά είσοδο του σπηλαίου. Εκτιμάται ότι η σημαντικότερη τέτοια εισβολή νερού συνέβη προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Επιπλέον, ολόκληρο στρώμα πεσμένων βράχων και λίθων δημιουργήθηκε από την αποκόλληση και πτώση τεράστιου τεμάχους από την οροφή του σπηλαίου, που συμπλήρωσε και «μπέρδεψε» ακόμη περισσότερο την αρχαιολογική στρωματογραφία. Η εισβολή νερών, παράλληλα με τα λαγούμια που δημιούργησαν μικρά ζώα, παρέσυραν αρχαιολογικό υλικό από ανώτερα στρώματα και το κατέβασαν βαθύτερα, και το αντίστροφο, δημιουργώντας πολλές φορές προβλήματα ερμηνείας στους ανασκαφείς μέχρι να διασαφηνιστεί η αιτία αυτών των ανακολουθιών (π.χ. μάζες πηλού ή/και όστρακα κεραμικά βρέθηκαν σε στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής). Ο ρυθμός απόθεσής αυτών των υγρών ιζημάτων υπολογίστηκε από τον γεωλόγο Δρ. Π. Καρκάνα από 0.5 έως 1.5 εκ./αιώνα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια δημιουργίας αυτών των στρωμάτων δεν επέτρεπαν τη συχνή και εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου, τουλάχιστον στην προαναφερθείσα κεντρική περιοχή. Η δεύτερη περίοδος, που αντιπροσωπεύει το Ολόκαινο (Μεσολιθική- Νεολιθική), δεν ξεπερνά συνολικά τα 1,50-2,00 μ. πάχος.
Οι εναλλαγές του κλίματος
Το κλίμα φαίνεται, σύμφωνα με τη διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου, πως άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο με την εναλλαγή θερμών και ψυχρών επεισοδίων, κατά τα οποία ο πληθυσμός του σπηλαίου αναλόγως αυξανόταν και μειωνόταν. Τα επεισόδια αυτά έχουν αφήσει τα κατάλοιπά τους στο σπήλαιο της Θεόπετρας, μοναδικό μάρτυρα αυτών των φυσικών αλλαγών σε αρχαιολογική θέση σε τόσο χαμηλό υψόμετρο μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, ενώ είναι επίσης το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης με τόσο έντονα χαρακτηριστικά παγετώνων στη διάρκεια του Πλειστοκαίνου. Αυτά τα ψυχρά χαρακτηριστικά εξηγούνται από τη γειτνίαση του σπηλαίου με την Πίνδο αλλά και από το βορεινό προσανατολισμό της εισόδου του.
Από τη μικρομορφολογική εξέταση δειγμάτων όλων των στρωμάτων, προέκυψαν πολλές ψυχρές φάσεις που έχουν αποτυπωθεί στα ιζήματα: η πρώτη στο κατώτερο στρώμα του σπηλαίου, παλαιότερη δηλ. των 130-140.000 χρόνων πριν από σήμερα, η δεύτερη στο ανώτερο στρώμα της πρώτης καύσης, δηλαδή περίπου στην παραπάνω ηλικία. Αυτή επεκτείνεται ως τα 18.000 χρόνια πριν, που θεωρείται πέρας της τελευταίας παγετώδους περιόδου. Μια εκτεταμένη καύση που εμφανίζεται στις αποθέσεις του σπηλαίου με τη μορφή πολλών εστιών φωτιάς, όλων στον ίδιο ορίζοντα, και έχει χρονολογηθεί στα 60.000 περίπου χρόνια πριν από σήμερα (αρχή ισοτοπικού σταδίου 3) αντανακλά μια διακοπή των πολύ κακών κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας παγετωνικής έξαρσης . Μετά την τελευταία μέγιστη παγετώδη περίοδο- Last Glacial Maximum- (35.000 έως 18.000 χρόνια πριν) φαίνεται πως αυξήθηκε ραγδαία ο πληθυσμός μέσα στο σπήλαιο κρίνοντας από την αντίστοιχη εντυπωσιακή αύξηση των λίθινων εργαλείων σε αυτά τα στρώματα. Τέλος, στα 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα παρατηρήθηκε στο σπήλαιο το τελευταίο σύντομο ψυχρό επεισόδιο, επονομαζόμενο Younger Dryas που πιστοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο.
Ας δούμε τώρα, τονίζει η κ. Κυπαρίσση, ποιοι άνθρωποι έζησαν στο σπήλαιο… Εκτός των άλλων ευρημάτων, είχαμε την τύχη να βρούμε ανθρώπινες ταφές στη θέση εναπόθεσής τους, ώστε δεν μένει καμία αμφιβολία ότι υπήρχαν ένοικοι αυτού του σπηλαίου. Δύο ταφές αντιστοιχούν στην μεταπαγετώδη Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο και ή μία έχει χρονολογηθεί στα 14.990-14.060 π.Χ.(16.940-16.004 cal BP- DEM 241), ενώ τρεις ακόμη ταφές αντιστοιχούν στη Μεσολιθική , και έχουν χρονολογηθεί μεταξύ 7000 και 7500 π.Χ.. (H ταφή της τελευταίας εικόνας εκτίθεται στο σπήλαιο και η πρώτη στο μουσείο). ΄Ολοι οι σκελετοί ανήκουν στον τύπο του Homo Sapiens sapiens. Στα βαθύτερα στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής, αν και δεν βρήκαμε ταφές αυτής της περιόδου, είχαμε όμως την τύχη να βρούμε αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων (ένα εύρημα σπανιότατο σε παγκόσμια κλίμακα), τα οποία όμως ήταν καλυμμένα, ώστε δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά σε αυτά. Εκτιμάται ωστόσο, σύμφωνα με τους τύπους των εργαλείων που βρέθηκαν σε αυτά τα στρώματα, ότι εκεί ζούσαν Neanderthal. Σύμφωνα με παλαιοπαθολογική ανάλυση σε ανθρώπινα οστά της Νεολιθικής περιόδου, τα περίπου 43 άτομα που υπολογίζεται να έζησαν αυτή την περίοδο στο σπήλαιο, φαίνεται πως ήταν αρκετά υγιή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης σταθερών ισοτόπων, η διατροφή τους φαίνεται πως βασιζόταν σε C3 φυτά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, ελιές και όσπρια, η παρουσία των οποίων επιβεβαιώνεται και με τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Ζωικά λίπη, φυτικά έλαια και κερί μελισσών αναγνωρίστηκαν επίσης με αναλύσεις οργανικών καταλοίπων. Είναι σχεδόν βέβαιο, τονίζει, ότι η διατροφή τους περιλάμβανε λίγο κρέας από εξημερωμένα κυρίως ζώα, αν και υπάρχει η άποψη ότι αυτά τα συντηρούσαν κυρίως για τα δευτερογενή προϊόντα τους (μαλλί, γάλα, κλπ), μια διατροφή δηλαδή που επικρατούσε στην Ελλάδα μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρά ταύτα, στο σπήλαιο βρέθηκαν και λίγα οστά ψαριών και όστρεα γλυκού νερού, πιθανότατα από τον παρακείμενο ποταμό Ληθαίο, ενώ 4 χλμ, μακρύτερα ρέει και ο Πηνειός.
Όσον αφορά στις χρονολογήσεις τονίζει: «Οι τεχνολογικές καινοτομίες και εξελίξεις έλαβαν χώρα στη διάρκεια σχεδόν 130.000 χρόνων ανθρώπινης παρουσίας στο σπήλαιο της Θεόπετρας. Οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από τα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι τα 4.300-4.200 π.Χ. περίπου, και είναι ίσως ο περισσότερο χρονολογημένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα. Στη Θεόπετρα, εκτός των ραδιοχρονολογήσεων και της θερμοφωταύγειας, έχουμε και μια σειρά από χρονολογήσεις τέφρας που εντοπίστηκε στο σπήλαιο, μεταφερμένη με τον αέρα, που προέρχεται από εκρήξεις διαφορετικών ηφαιστείων και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δύο από τη νήσο Pantelleria κοντά στην Σικελία με ηλικίες 130.000 η μία και 45.000 η άλλη, και μία από την δική μας Νίσσυρο, στα 55.000 . Οι ηλικίες αυτές όχι μόνο εντυπωσιάζουν με την πληροφορία, αλλά και επιβεβαιώνουν τις πρώιμες χρονολογήσεις που έχουμε και με τις άλλες μεθόδους». Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Η εγκατάλειψη του σπηλαίου από τους ενοίκους του γύρω στα 4.000 π.Χ. πιθανότατα συνδέονται με φυσικά φαινόμενα καθώς και με την εκμετάλλευση της γης με την καλλιέργεια: η έντονη δράση της ζωής του νερού που μπήκε στο σπήλαιο μέσω των καρστικών αγωγών προς το τέλος της Νεολιθικής και η αποκόλληση και κατάπτωση μεγάλων τεμαχών από την οροφή, πάλι εξ αιτίας διάβρωσης τους, πιθανότατα ώθησε τους άλλους τόπους. γνώριζαν ήδη από υπαίθριους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή τους.
Τα παραπάνω συμπεράσματα είναι απόρροια πολλών μελετών της ανασκαφέως Δρ Κυπαρίσση και της επιστημονικής ομάδας των συνεργατών της.
Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ιστορία της ΝΑ Ευρώπης το σπήλαιο αναδείχθηκε σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενώ τα ευρήματά του αναδεικνύονται στο Μουσείο (Κέντρο Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας) στην είσοδο του χωριού, όχι μακριά από το σπήλαιο.
Ο δήμαρχος Μετεώρων κ. Ο Λευτέρης Αβραμόπουλος σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το σπήλαιο τονίζει επίσης τα εξής:
«Είμαστε χαρούμενοι γιατί μετά από 9 χρόνια το Σπήλαιο της Θεόπετρας άνοιξε και πάλι τις πύλες του στο κοινό. Ξεκινήσαμε μια μεγάλη προσπάθεια από την πρώτη μέρα που αναλάβαμε την ιστορία του Δήμου μας για να μπορέσουμε να κάνουμε ότι είναι απαραίτητο ώστε το Σπήλαιο της Θεόπετρας να είναι σε θέση και πάλι να υποδεχτεί τους Χριστιανούς. Σε συνεργασία με τον Υπουργό Πολιτισμού, τον Περιφερειάρχη Θεσσαλίας Δημήτρη Κουρέτα και την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας ενώσαμε δυνάμεις και πετύχαμε τον στόχο μας. Είναι ένα πολύ σημαντικό έργο που ξεκίνησε η προηγούμενη Περιφερειακή Αρχή και ολοκληρώθηκε από τη σημερινή Περιφερειακή Αρχή σε συνεργασία πάντα με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας. Ο Δήμος Μετεώρων από την πλευρά όλο αυτό το διάστημα προχώρησε τις απαραίτητες εργασίες για τη βελτίωση του δρόμου και την ασφαλή προστασία του Σπηλαίου. Ο Δήμος Μετεώρων και η περιοχή μας έχει και πάλι ενεργό ένα αρχαιολογικό θησαυρό και είναι στο χέρι μας πλέον να αξιοποιήσουμε το σημαντικό πολιτιστικό πόρο που έρχεται να αναβαθμίσει περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της περιοχής μας. Εμείς ως Δημοτική Αρχή είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας στην προβολή αυτού του μοναδικού πολιτιστικού μνημείου το οφείλουμε να συνδέσουμε και με τον Γεωπάρκο Μετεώρων – Πύλης Μετεώρων το οποίο πλέον είναι ενταγμένο στα 213 παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO. Είμαι σίγουρος ότι η Θεόπετρα μέσα στα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς της περιοχής μας και γενικότερα της Θεσσαλίας».
Το σπήλαιο Θεόπετρας και το Κέντρο Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας, λειτουργούν καθημερινά, εκτός Τρίτης από 08:30-15:30.
Αποστόλης Ζώης
Οι φωτογραφίες είναι της Αποστόλης Ζώη για χρήση από το ΑΠΕ-ΜΠΕ