Είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου σε αντίθεση με άλλους παραγωγικού κλάδους της ελληνικής κτηνοτροφίας, έχουν εκσυγχρονίσει τις μονάδες τους παρά το ότι τις λειτουργούν στην έδρα εγκατάστασής τους ακόμη και από την 20ετία του 1960, ενώ ολοένα και περισσότεροι στρέφονται τα τελευταία χρόνια στη βιολογική παραγωγή, που σήμερα φτάνει στο 17%. Πρόκειται για τους Έλληνες χοιροτρόφους, οι οποίοι όσο και να …κοπιάζουν, χωρίς δράσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία μέσω κοινοτικών ή και εθνικών προγραμμάτων δεν θα καταφέρουν τελικά την επανεκκίνηση του σημαντικού αυτού κλάδου ζωϊκής παραγωγής, πετυχαίνοντας έτσι και την αυτάρκεια της χώρας μας σε χοίρειο κρέας τουλάχιστον σε επίπεδο άνω του 50%, έναντι ποσοστού κάτω του 30% που είναι σήμερα (και με την τάση να καταγράφεται μειούμενη) και τη στιγμή που σε επίπεδο ΕΕ αυτή ανέρχεται σε 117%, με το ποσοστό στη Δανία να διαμορφώνεται στο 400%.
Αυτά επισήμανε ο γεωπόνος-ζωοτέχνης, Δρ. Γεωπονίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Δημήτρης Γουρδουβέλης στη διάρκεια της τοποθέτησής του στο 23ο Συμπόσιο Κτηνοτροφίας που έγινε στο πλαίσιο της 13ης Zootechnia και σε συνδιοργάνωση των Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρείας (ΕΖΕ) και Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, με θέμα «Υφιστάμενη Κατάσταση, Προβλήματα και Προοπτικές Βιώσιμης Ανάπτυξης της Ελληνικής Χοιροτροφίας».
Θέση του καθηγητή, με βάση τις μελέτες που έχουν γίνει είναι ότι «η κοινοτική και εθνική πρωτοβουλία δεν έχει δώσει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη της χοιροτροφίας και κατά αυτόν τον τρόπο, το παραγωγικό σύστημα μάλλον τελικά οδηγείται σε οπισθοδρόμηση», επισήμανε χαρακτηριστικά.
Ποια τα χαρακτηριστικά των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα
Αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, επισήμανε ότι το μέσο μέγεθος αυτών εκτρέφει 456 χοιρομητέρες, με την μικρότερη μονάδα να διαθέτει 50 και τη μεγαλύτερη 2000, η πλειοψηφία των χοιροτρόφων κατατάσσεται στην ηλικιακή κατηγορία 45-60 χρόνων (45%) και από το σύνολό του το 44% διαθέτει ανώτατη εκπαίδευση, το 38% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 16% ολοκλήρωσε τις υποχρεωτικές σπουδές.
Αναφορικά με το έτος ίδρυσης των εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με τον κ. Γουρδουβέλη, το 56% αυτών λειτουργεί από την 20ετία 1960-1980, το 26% ξεκίνησε δραστηριότητα τη δεκαετία του 1980 και το 18% εισήλθε σε παραγωγική δραστηριότητα τη δεκαετία του 1990.
Μπορεί έτσι οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις να χαρακτηρίζονται παλαιές ως προς το έτος εγκατάστασης και έναρξης της λειτουργίας τους, αλλά όπως επισήμανε ο ίδιος, το μεγαλύτερο ποσοστό των χοιροτρόφων προχώρησε σε εκσυγχρονισμό κτιριακών εγκαταστάσεων και μηχανολογικού εξοπλισμού τη δεκαετία από το 2000 (50%), ενώ υψηλό ποσοστό αυτών επένδυσε σε ανανέωση πάγιων στοιχείων την τελευταία δεκαετία (36%). «Μόλις το 14% των μονάδων δεν εκσυγχρόνισε την παραγωγική του λειτουργία κατά τη διάρκεια ης τελευταίας 20ετίας», τόνισε ο ίδιος. Για το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των ελληνικών χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων, είπε ότι με καθεστώς οικογενειακής επιχείρησης είναι το 44% και ΑΕ είναι ποσοστό 34%.
Σε ό,τι αφορά την γεωγραφική κατανομή των εκτροφών στην Ελλάδα, κατά τον ίδιο αυτές εντοπίζονται στις περιφέρειες Ηπείρου (24 και με μέσο αριθμό χοιρομητέρων τις 374, Θεσσαλίας (38 και 233 αντίστοιχα), Μακεδονίας και Θράκης (37 και 296 αντίστοιχα), Πελοποννήσου (13 και 366 αντίστοιχα) και Στερεάς Ελλάδα (33 και 431 αντίστοιχα) και όλα αυτά οδηγούν σε ένα σύνολο 145 εκτροφών με το μέσο αριθμό χοιρομητέρων σε 329.
Η εποχικότητα τιμής χοιρινού κρέατος
Κατά τον κ.Γουρδουβέλη, οι τιμές χοιρινού κρέατος στην ΕΕ χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα και αυτές είναι υψηλότερες το καλοκαίρι με αιχμή τον Ιούνιο -Αύγουστο και χαμηλότερες τον χειμώνα κατά τους μήνες από Ιανουάριο έως Μάρτιο.
Βέβαια, όπως τόνισε, η μείωση κατά 25% του παγκόσμιου όγκου παραγωγής χοιρινού κρέατος τα έτη 2018-2020, οδήγησε και στις υψηλές τιμές, ειδικά στην Κίνα. Επιβαρυντικά στην τιμή του χοιρινού κρέατος ως προς τους καταναλωτές, λειτουργεί και η βελτίωσης της ευζωίας των χοίρων.
Η εφαρμογή φιλικών προς το περιβάλλον στρατηγικών εκτροφής χοίρων στη χοιροτροφία αυξημένης περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, συνεπάγεται όπως είπε σε μειωμένη συνολική παραγωγή χοιρινού κρέατος και έτσι χαμηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Πρωτοστάτες στην βιώσιμης περιβαλλοντικά χοιροτροφίας και της καλής διαβίωσης των χοίρων είναι σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις Δυτικής Ευρώπης.
Ο πληθυσμός χοίρων και η παραγωγή χοιρινού κρέατος στην ΕΕ
Το 2023, ο συνολικός αριθμός των εκτρεφομένων χοίρων της ΕΕ των 27 (με εξαίρεση των Η.Β) μειώθηκε κατά 1% έναντι του 2021, φτάνοντας σε 135 εκατ. χοίρους και γενικώς όλα τα επιμέρους στοιχεία υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κάποια μεταβολή της παραγωγικότητας του αναπαραγωγικού πληθυσμού και πιθανή εντατικοποίηση του κλάδου στην ΕΕ.
Ο μεγαλύτερος παραγωγός χοίρων στην ΕΕ είναι η Ισπανία αντιπροσωπεύοντας το 22,37% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και ακολουθούν η Γερμανία στο 17,8% του συνόλου, η Γαλλία με 13,87 εκατ. εκτρεφόμενες κεφαλές, η Δανία με 13,4 εκατ. και η Πολωνία με 11,72 εκατ. όλες οι προαναφερόμενες χώρες συμπεριλαμβανομένων και των Ολλανδία, Ιταλία και Βέλγιο, αντιπροσωπεύουν το 85% του συνολικού πληθυσμού χοίρων στην ΕΕ-27. Ο πληθυσμός των χοίρων σε σχέση με τον ανθρώπινο πληθυσμό είναι αραιός στην Ελλάδα (επτά χοίροι ανά 100 κατοίκους) και στη Βουλγαρία εννέα/100 κατοίκους. Ο μεγαλύτερος παραγωγός χοιρινού κρέατος το 2023 ήταν η Γερμανία με 5,2 εκατ. τόνους και ακολουθούν η Ισπανία με 4,6 εκατ. τόνους και η Γαλλία με 2,2 εκατ. τόνους.
Αυξάνει ο πληθυσμός εκτρεφομένων χοίρων στην Κίνα και …μειώνεται στην ΕΕ
Το 56% της παγκόσμιας παραγωγής χοιρινού κρέατος παράγεται στην Ασία με την Κίνα να κατέχει το 48%, ενώ η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 21% της παγκόσμιας παραγωγής χοιρινού κρέατος και η Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ και Καναδάς) το 12%.
Την περίοδο 2021-2024 η Κίνα αύξησε τον πληθυσμό εκτρεφομένων χοίρων σε ποσοστό 9,5%, ενώ στον αντίποδα η ΕΕ τον μείωσε κατά 9%, ενώ η παγκόσμια παραγωγή χοιρινού κρέατος μειώθηκε τα έτη 2019-2021 κυρίως λόγω και των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού. Πάντως, παρά τους όποιους περιορισμούς επιβλήθηκαν, η Κίνα αύξησε τον όγκο παραγωγής της κατά 27% το διάστημα 2021-2024, όταν αντίθετα στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε κατά 13%.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων, τα έτη 2018-2024 είχαμε κυριάρχηση του ορνίθειου κρέατος στην παγκόσμια παραγωγή κρέατος με συνολική παραγωγή 139 εκατ. τόνους το 2024, έναντι 122 εκατ. τόνων χοιρινού κρέατος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το χοιρινό κρέας αντιπροσωπεύει το 35% της συνολικής κατανάλωσης κρέατος, ενώ το ορνίθειο το 40%, το βόειο το 20% και το αιγοπρόβειο το 5%.
Ποιότητα χοιρείου σφαγίου και η διατροφή του χοίρου
Για την ποιότητα χοιρείου σφαγίου και κρέατος και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, μίλησε από την πλευρά της η κτηνίατρος, Β. Σχοινά, Δρ. Γεωπονίας του ΑΠΘ, λέγοντας ότι οι ταχείες και αξιόπιστες μέθοδοι εκτίμησης του άπαχου μυϊκού και λιπώδους ιστού θα πρέπει να υιοθετηθούν από το σύνολο των σφαγείων όπου σφάζονται χοίροι στην Ελλάδα. Πρόσθεσε ότι ο ενιαίος και αντικειμενικός τρόπος εκτίμησης και κατάταξης των χοίρειων σφαγείων στην Ελλάδα βάσει των ποιοτικών χαρακτηριστικών του σφάγιου, θα συμβάλλει επιπρόσθετα στη δημιουργία ενός εγχώριου συστήματος διακίνησης του χοιρείου κρέατος που θα χρησιμοποιεί ενιαία κριτήρια για την αποτίμηση της αξίας του.
Λέγοντας ότι η πιστοποιημένη και σταθερά υψηλή ποιότητα του παραγόμενου χοιρείου κρέατος θα πρέπει αφενός να εξασφαλίζει ικανοποιητικό εισόδημα για τον χοιροτρόφο και αφετέρου να οδηγήσει σε διαφοροποιημένο τελικό προϊόν, επισήμανε ότι «κατά αυτόν τον τρόπο πιθανότατα στο μέλλον θα αλλάξει το παράδοξο να αμείβεται ο χοιροτρόφος ανά κιλό ζώντος βάρος και όχι σύμφωνα με το αποδιδόμενο σε βάρος σφάγιο και την αντίστοιχη ποιοτική κατάταξη αυτού».
Για τη διατροφή των χοίρων, τις εξελίξεις και τα ορόσημα την τελευταία 40ετία, μίλησε από την πλευρά του ο καθηγητής στο τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Παπαδομιχελάκης επισημαίνοντας ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα της χοιροτροφίας έχει βελτιωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, ως αποτέλεσμα κυρίως της προόδου που έχει σημειωθεί στην επιστήμη της διατροφής και τις σύγχρονες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτήν.
Όπως είπε, τη δεκαετία του 1980 κρίσιμα επιστημονικά άλματα έθεσαν τις βάσεις για τη σύγχρονη διατροφή των χοίρων, βελτιώνοντας την εκμετάλλευση τροφής και μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ενώ η 10ετία του 90′ αποτέλεσε κομβική περίοδος, όπου η διατροφή των χοίρων μετατοπίστηκε από την απλή παροχή βασικών θρεπτικών συστατικών στην διατροφή ακριβείας, ενσωματώνοντας μάλιστα και την έννοια της υγείας.
Τόνισε μεταξύ άλλων ότι οι καινοτόμες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί ειδικά την τελευταία 20ετία στην πληροφορική και στην επεξεργασία των ζωοτροφών, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή, στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της διατροφής και αποτελούν το επιστέγασμα όλων των εξελίξεων που έχουν συντελεστεί στην εφαρμοσμένη διατροφή στους χοίρους.
Ελ. Αλ.
φωτογραφία αρχείου