Technology Forum: Χρηματοδοτήσεις, ευκαιρίες και προκλήσεις για το ελληνικό οικοσύστημα startups

Την πεποίθηση πως, σε ό,τι αφορά τα τεχνολογικά οικοσυστήματα, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει η μεγαλύτερη ευκαιρία μετά τη Μεταπολίτευση για όποιον σκέφτεται να δημιουργήσει μια επιχείρηση ή ήδη επιχειρεί, εξέφρασε ο επιχειρηματίας Μιχάλης Στάγκος, εκ των διαχειριστών του fund «L-Stone Capital», μιλώντας σήμερα στο 12ο Τechnology Forum.

«Για πρώτη φορά έχουμε ένα ώριμο οικοσύστημα, με νεοφυείς επιχειρήσεις, με όλες τις κατηγορίες επενδυτικών κεφαλαίων, με τράπεζες που διαχειρίζονται και τα εργαλεία της Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων, με ερευνητικά προγράμματα κτλ. Είναι ιδανική περίοδος. Βέβαια, όλα τα πράγματα κινούνται σε οικονομικούς κύκλους και αυτές είναι ευκαιρίες που κανονικά δε χάνονται», είπε ο κ.Στάγκος, σύμφωνα με τον οποίο το L-Stone, το οποίο επενδύει σε νεοφυείς επιχειρήσεις «που ήδη έχουν κόψει κάποια τιμολόγια», δηλαδή έχουν τα πρώτα τους έσοδα, ολοκληρώνει την έβδομή του επένδυση, στο πλαίσιο του στόχου του για συνολικά 15.

Πρόσθεσε ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα Venture Capital Funds (VCs- ταμείων επιχειρηματικών συμμετοχών), το οποίο χρηματοδοτεί τόσο επιχειρήσεις σε στάδιο pre-seed (προ-σποράς), όσο και ωριμότερες, που στηρίζονται για να κάνουν το επόμενο βήμα. Ενδεικτικό είναι πως υπάρχουν tickets (ποσά επένδυσης) που ξεκινούν από 200.000 ευρώ και φτάνουν μέχρι τα 10 εκατομμύρια. 
Κατά τον ίδιο, η ωριμότητα του ελληνικού οικοσυστήματος της καινοτόμου επιχειρηματικότητας βρίσκεται μεν σε καλό σημείο, αλλά εξακολουθεί να παρουσιάζει δομικά προβλήματα, που σχετίζονται για παράδειγμα με την κουλτούρα:  «Γίνονται βήματα, αλλά το DNA δεν αλλάζει εύκολα. Όλοι μιλάμε για την αξία της συνεργασίας και, ναι,  υπάρχει πλέον ένα layer (στρώμα) συνεργασίας, αλλά στην πράξη ο καθένας πιστεύει πως ο ίδιος μπορεί να το κάνει καλύτερα. Κι αυτό κλείνει την αγορά. Ο λόγος που το ισραηλινό σύστημα “τρέχει”, είναι ότι οι Ισραηλινοί “πιτσάρουν” (διαφημίζουν) ακόμα και τους (συμπατριώτες) ανταγωνιστές τους, γιατί γνωρίζουν πως όλοι μαζί συνδημιουργούν αλυσίδα αξίας», είπε.

«Παρότι έχουμε περισσότερα funds από ποτέ, η αγορά δεν έχει βάθος»

Περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια χρειάζεται η ελληνική αγορά, σύμφωνα με τον ιδρυτή της Atlantis Consulting SA, ‘Αγγελο Μαγκλή. «Η ελληνική αγορά, παρότι έχουμε τα περισσότερα funds από ποτέ, δεν είναι ακόμα βαθιά από αυτή την άποψη. Για παράδειγμα, δεν έχουμε 10 επενδυτικά κεφάλαια, που να στηρίζουν ειδικά την αγορά των επιχειρήσεων σε στάδιο pre-seed (σε πολύ πρώιμο στάδιο, προ-σποράς). Χρειάζονται περισσότερα funds και καλή προετοιμασία από τις ίδιες τις ομάδες, να χρησιμοποιούν συμβούλους, μέντορες και accelerators (επιχειρηματικούς επιταχυντές)», σημείωσε και πρόσθεσε ότι, βάσει της εμπειρίας του, μεταξύ των 20 ομάδων νεοφυών επιχειρήσεων, που κατά τη δική τους πεποίθηση έχουν επενδυτική ετοιμότητα, μόλις μία τη διαθέτει όντως στην πράξη. 

Δυσκολία στο να «σηκώσουν» χρήματα αντιμετωπίζουν συχνά οι ελληνικές startups που βρίσκονται σε αναπτυξιακό στάδιο, όπως επισήμανε ο δρ Ευάγγελος Κοσμίδης, CEO και γενικός εταίρος του Loggerhead Ventures Fund, του νεότερου fund με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το οποίο ιδρύθηκε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, με έμφαση στο climatech (κλιματική τεχνολογία) και διαχειρίζεται 10 εκατ. ευρώ, με τα πρώτα του tickets να κυμαίνονται μέχρι το ύψος των 300.000 ευρώ 

«Είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί και στο στάδιο του growth (ανάπτυξης) χρηματοδότηση και στην Ελλάδα είτε από VCs είτε από τράπεζες (…) Οι εταιρείες σε αυτό το στάδιο έχουν πρόβλημα να σηκώσουν χρήματα, γι’ αυτό και συχνά βγαίνουν στο εξωτερικό για να το πετύχουν, αφού και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει για αυτές», σημείωσε ο κ.Κοσμίδης και πρόσθεσε πως, αντίστοιχα, χώρος υπάρχει και για θεματικά VCs, που χρηματοδοτούν επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους τομείς, όπως κάνει το Loggerhead στον χώρο της κλιματικής τεχνολογίας. 

Από τα λίγα εκατομμύρια στα 10 δισ. ευρώ, αλλά…

Το ελληνικό οικοσύστημα δε βρίσκεται στην αιχμή της εξέλιξης στην Ευρώπη, κάτι για το οποίο οφείλουμε να έχουμε επίγνωση, ωστόσο υπάρχουν πολλά θετικά στοιχεία, πάνω στα οποία έχουν «χτιστεί» πράγματα, όπως επισήμανε ο Αντώνης Ηλίας, συνιδρυτής και εταίρος του TECS Capital, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το TECS Capital ξεκίνησε πριν από περίπου πέντε χρόνια και έκανε επτά επενδύσεις σε εταιρείες αρχικού σταδίου (pre-revenue, προ εσόδων). «Τώρα προετοιμάζουμε το δεύτερο fund μας, που θα κάνει 15-20 επενδύσεις, με αντίστοιχη οπτική γωνία (ως προς τι χρηματοδοτεί)», γνωστοποίησε ο κ.Ηλίας.

«Πλέον μιλάμε για ένα οικοσύστημα ελληνικών startup με κεφαλαιοποίηση 10-12 δισ. ευρώ, όταν πριν από μια δεκαετία θα μιλούσαμε για -ίσως- μερικά εκατομμύρια. ‘Αρα, σίγουρα πολλοί οργανισμοί δούλεψαν προς τη σωστή κατεύθυνση και είναι αξιοσημείωτη η διαφορά, σε σχέση με κάποια χρόνια πριν. Ωστόσο, σίγουρα, σε σχέση με πιο προηγμένες αγορές, έχουμε ζητήματα ν’ αντιμετωπίσουμε. Στα θετικά προσμετρώ ότι είμαστε προσαρμοστικοί και επίμονοι και έχουμε εξαιρετικό ανθρώπινο ταλέντο. Υστερούμε όμως στο πραγματικό όραμα, στη φιλοδοξία του τι είναι κατορθωτό σε παγκόσμια κλίμακα, δεν έχουμε ακόμα την άνεση να χειριστούμε όλες τις έννοιες και τους όρους. Είμαστε ωστόσο σε μια διαδρομή που στοιχειοθετεί πως μπορούμε να φτάσουμε σε ορατό χρόνο στον στόχο», υπογράμμισε ο κ.Ηλίας.

Startups και ερευνητικά έργα

Τελικά, η ανάληψη ερευνητικών έργων αποτελεί όφελος ή ζημία για την περαιτέρω πορεία μιας καινοτόμου startup; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι μάλλον πολύπλοκη.

Κατά τον κ.Κοσμίδη, για μια startup, τα κονδύλια από τα ερευνητικά έργα μπορεί να είναι μια πολύ μεγάλη βοήθεια. Ισχύει όμως το ίδιο για τα funds που έχουν κάνει μια επένδυση και θέλουν να τη δουν να μεγαλώνει; «Αν κάποιος έχει ένα IP (πνευματική ιδιοκτησία) και έχει κάνει και δέκα ερευνητικά έργα με 10 byproducts (παραπροϊόντα), που πιθανώς θα μπορούσαν να παράγουν έσοδα, για εμάς ως funds είναι ένα κίνητρο να βοηθήσουμε μια startup περισσότερο, νιώθοντας πιο ασφαλείς ότι θα πάρουμε κάτι πίσω», σημείωσε ο δρ Κοσμίδης.

Κατά τον κ. Μαγκλή, είναι δύσκολο μια εταιρεία να αγνοήσει εντελώς τα grants (επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις) από ερευνητικά προγράμματα, που είναι διαθέσιμα σε κάθε στάδιο δραστηριότητας, από τη βασική έρευνα μέχρι την πιστοποίηση και τα κανάλια διανομής. «Τη χρονιά που η Veltio έμπαινε στο χρηματιστήριο και το γραφείο στις ΗΠΑ είχε 350 άτομα και 3,5 εκατομμύρια δολάρια έσοδα, τα έσοδα που είχαμε από grants ανέρχονταν σε 27 εκατ. Ευρώ», ανέφερε ενδεικτικά. 

Ωστόσο, για να μπορέσει μια startup να αξιοποιήσει επωφελώς τα ερευνητικά προγράμματα, ο μόνος τρόπος είναι, κατά τον κ.Μαγκλή, να έχει δύο ξεχωριστές ομάδες μέσα στη δομή της: την κύρια ομάδα -διοίκηση, μάνατζμεντ πωλήσεις- που θα ασχολείται με το προϊόν ή την υπηρεσία, δηλαδή με τον πελάτη (κάτι που συνήθως χρηματοδοτείται από τα funds) και μια δεύτερη, που θα έχει ως αντικείμενο να αντλεί σημαντικά κονδύλια από ερευνητικά προγράμματα, συνήθως με τη βοήθεια κάποιου εξωτερικού συμβούλου. 

Όπως είπε, μια εταιρεία που κυνηγάει ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, συνήθως δεν ταιριάζει με τα «θέλω» των VCs. Επίσης, μια εταιρεία που θέλει να πάρει ευρωπαϊκά προγράμματα, δε σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί να το κάνει, επειδή απλά θα προσλάβει έναν σύμβουλο, αν δεν έχει ερευνητές και καινοτομία και ιδέες. Σε κάθε περίπτωση, είπε, τα πρώτα χρήματα που πρέπει να επιδιώκουν όλοι, είναι τα χρήματα από τους πελάτες, «γιατί αυτά δείχνουν το traction (την επιμονή στον στόχο), αυτά επιβεβαιώνουν ότι όντως η εταιρεία λύνει ένα πρόβλημα της αγοράς κι αυτά αγαπούν οι επενδυτές». «Η χρηματοδότηση με πολλά χρήματα σε πρόωρα στάδια συχνά σημαίνει ότι καις τα λεφτά και οδηγείσαι σε πρόωρη αποτυχία. Αν είχαν χρηματοδοτηθεί πρόωρα κάποια διαδικτυακά εγχειρήματα, θα είχαν αποτύχει», είπε ο κ.Μαγκλής και πρόσθεσε ότι οι startups χρειάζεται να αποφασίσουν τι είδους χρήματα χρειάζονται, αλλά και να μην απορρίπτουν τα δάνεια σε μικρή κλίμακα._
Αλεξάνδρα Γούτα
 

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com