Στο τέλος του 2022 προβλέπεται να επιστρέψoυν στα προ πανδημικής κρίσης επίπεδα οι οικονομίες στην Ευρώπη, όπως επισήμανε σήμερα ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, μιλώντας από το βήμα του Thessaloniki Summit 2020, που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), σε συνεργασία με το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Οπως είπε, μπορεί το τρίτο τρίμηνο του 2020 να φαίνεται πως εξελίχθηκε καλύτερα από τις προβλέψεις πολλών οργανισμών, αλλά «αν κοιτάξει κάποιος μπροστά, θα δει ότι το 2021 η ανάκαμψη θα είναι πιο βραδεία από ό,τι αναμενόταν αρχικά». Κατά τον κ. Λουίς ντε Γκίντος, το τι μέλλει γενέσθαι θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας και τη διαθεσιμότητα του εμβολίου, αλλά «θα πάρει χρόνο να φτάσουμε στα προ κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ (αυτά του τέλους του 2019). Αυτό προβλέπεται να γίνει στο τέλος του 2022». Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ επισήμανε ακόμα ότι η πρώτη γραμμή άμυνας της Ευρώπης είναι η δημοσιονομική χαλάρωση και το Ταμείο Ανάκαμψης, «αλλά όταν η πανδημία αρχίσει να νικιέται, θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στη δημοσιονομική σταθερότητα», αλλά και στο πρόβλημα των NPL (μη εξυπηρετούμενων δανείων).
Aπό την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, Κρις Άλεν, εξήρε την έγκαιρη αντίδραση της ΕΚΤ, αλλά και της Κομισιόν, στην πανδημική κρίση, υπενθυμίζοντας ότι ήδη από τον Μάρτιο έγιναν ανακοινώσεις μέτρων, ενώ διατύπωσε την εκτίμηση ότι η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα και έλαβε τις σωστές αποφάσεις για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της Covid-19. Πρόσθεσε πως η πανδημία «ενεργοποίησε» την καινοτομία στην Ελλάδα, αλλά και έφερε -απρόσμενη ίσως- άνθιση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Υπογράμμισε ότι χρειάζεται να αναπτυχθούν νέες περιοχές πολιτικής για την αύξηση της ανθεκτικότητας των οικονομιών σε μελλοντικά σοκ είτε αυτά προέρχονται από πανδημίες είτε από φυσικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ο κ.Αλεν, τέλος, χαρακτήρισε ως μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε η χώρα να ολοκληρώσει κρίσιμες μεταρρυθμίσεις.
Να μην αμελήσουν να επωφεληθούν και από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, εκτός από τις επιδοτήσεις, κάλεσε τα κράτη-μέλη της ΕΕ η Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του Ινστιτούτου Bruegel. Όπως είπε, τα 750 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης σε δάνεια και επιδοτήσεις θα κάνουν μεν τη διαφορά, αλλά υπάρχει ο «πειρασμός» οι χώρες να πάρουν μόνο τις επιδοτήσεις και να επιδιώξουν να δανειστούν με ευνοϊκούς όρους από τις αγορές. «Αυτό θα ήταν λάθος γιατί και αυτό το χρέος (σ.σ. από τα δάνεια του ταμείου) θα είναι χρέος, αλλά η διαχείρισή του μετά την κρίση θα είναι διαφορετική. Το χρέος από τα δάνεια αυτά θα μείνει στην “οικογένεια”, αντί να πάει στις αγορές» σημείωσε, ενώ για την ΕΚΤ προέβλεψε ότι θα συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα και δεν θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά. Πρόσθεσε δε, ότι «σε αντίθεση με ότι συνέβη στο παρελθόν, η ΕΕ πήρε πολύ γενναία, έγκαιρα και αποφασιστικά μέτρα, στην κατεύθυνση μάλιστα τής από κοινού ανάληψης του βάρους, κάτι που είναι πολύ θετικό»._
Αλ.Γ