του Jean-Pierre Stroobants*
Αποχωρώντας από το γραφείο που είχε καταλάβει για δέκα τέσσερα σχεδόν χρόνια, ο πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε επαινούσε, τον Ιούλιο του 2024, την «εξαίρετη ολλανδική παράδοση της συναίνεσης και των έξυπνων συμβιβασμών». Το πίστευε άραγε ο ίδιος, τη στιγμή που είχαν χρειαστεί πάνω από επτά μήνες για να καταλήξουν τέσσερα κόμματα, του δικού του περιλαμβανομένου, σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, εμπνευσμένο από την ακροδεξιά παράταξη του Γκερτ Βίλντερς που είχε κερδίσει τις εκλογές;
Μα ήταν ο ίδιος Ρούτε που, τον Ιούλιο του 2023, προετοίμαζε το έδαφος για την εκλογική νίκη του Κόμματος για την Ελευθερία. Αποφασίζοντας τον περιορισμό των οικογενειακών συναντήσεων για τους πρόσφυγες, ο φιλελεύθερος ηγέτης επέσπευδε την πτώση του κυβερνητικού συνασπισμού και νομιμοποιούσε το λεξιλόγιο του Βίλντερς για το «τσουνάμι του ασύλου». Η διάδοχος του Ρούτε στο τιμόνι του κόμματος, η Ντιλάν Γεσιλγκέζ, πήγε ακόμη πιο μακριά, λέγοντας ότι δεν είχε πρόβλημα να κάνει διάλογο με την ακροδεξιά. Δεν ήταν περίεργο, έτσι, που το 20% των ψηφοφόρων του κόμματός της κατευθύνθηκαν εκεί.
Αλλά και οι άλλοι εταίροι του Βίλντερς στον συνασπισμό που είχε σχηματιστεί στις 2 Ιουλίου 2024 έκριναν ότι ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματευθούν μαζί του αφού είχε κερδίσει 23,5% στις εκλογές. Η αποτυχία τους είναι προφανής, αφού οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν την εξαφάνισή τους. Προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης, στις 3 Ιουνίου, ο Βίλντερς επέρριψε σε εκείνους την ευθύνη για τη δική του ανικανότητα.
Αρχικά, οι σύμμαχοι του ακροδεξιού ηγέτη είχαν χαρεί που ο Βίλντερς είχε εγκαταλείψει τα σχέδιά του για το κλείσιμο των τζαμιών, την απαγόρευση του Κορανίου και την έξοδο της Ολλανδίας από την ΕΕ. Νόμιζαν ότι ο άνθρωπος που επί είκοσι χρόνια είχε έναν καταγγελτικό λόγο είχε γίνει επιτέλους ένας αξιόπιστος συνομιλητής. Το γεγονός ότι είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της πρωθυπουργίας τούς είχε φανεί άλλο ένα δείγμα ωριμότητας. Στην πραγματικότητα, ο Βίλντερς κέρδιζε με τον τρόπο αυτό την ελευθερία να ασκεί κριτική, ιδιαίτερα για την υποτιθέμενη παράδοση των συμμάχων του στους κανόνες του κράτους δικαίου.
Το πρωί της 3ης Ιουνίου, οι ηγέτες των τριών κομμάτων κατάλαβαν το λάθος τους: ο Βίλντερς εγκατέλειπε την κυβέρνηση, με πρόσχημα ότι δεν είχε γίνει δεκτή η πρότασή του, μη ρεαλιστική και μη εφαρμόσιμη, για περιορισμό του ασύλου και της μετανάστευσης. Για άλλη μια φορά, επέρριπτε την ευθύνη στους άλλους και συγκάλυπτε το γεγονός ότι καμιά από τις εξαγγελίες αυτής της κυβέρνησης δεν έχει εκπληρωθεί: αύξηση της αγοραστικής δύναμης, συγκράτηση των ενοικίων, ενίσχυση των νοσοκομείων, έμφαση στην πυρηνική ενέργεια κλπ. Αβέβαιη παραμένει και η επένδυση στον τομέα της άμυνας, που φτάνει τα 16 με 19 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Το μάθημα, τόσο για τους Ολλανδούς συντηρητικούς όσο και για άλλα ευρωπαϊκά κόμματα, είναι προφανές: η σύναψη συμμαχιών με την Ακροδεξιά είναι μια περιπέτεια υψηλού ρίσκου.
(*) O Jean-Pierre Stroobants είναι ανταποκριτής της Monde στις Βρυξέλλες
(Πηγή: Le Monde)
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Πρακτορείου