Εντιμότατοι Φίλοι Μου: Η θρυλική ιταλική κωμωδία, ο Πιέτρο Τζέρμι, ο Μάριο Μονιτσέλι και τα άλλα αθάνατα «παιδιά»

Θρυλική ιταλική κωμωδία, απ’ αυτές που μένουν στη μνήμη για πάντα και μπορεί ακόμη και μια σκηνή της να ανάψει σαν φλας στο μυαλό και να σου φτιάξει τη μέρα. Μια ταινία του Πιέτρο Τζέρμι που… γύρισε ο μέγας Μάριο Μονιτσέλι, πατέρας της commedia all Italiana, σε μια εποχή, που οι σκηνοθέτες ήταν σύντροφοι, δεν είχαν τίποτα να τους χωρίζει και αντιθέτως τους ένωναν μόνο κοινά ενδιαφέροντα και αγωνίες. Γνήσιοι καλλιτέχνες, άνθρωποι του πνεύματος που είχαν μία στέρεη και στενή επαφή με τον λαό.

 

 

 

«Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου» γεννήθηκαν στο μυαλό του Πιέτρο Τζέρμι, ενός σημαντικού σκηνοθέτη («Διαζύγιο αλά Ιταλικά», «Κυρίες και Κύριοι», «Ατιμασμένη και Εγκαταλειμμένη»), που δεν πρόλαβε να μπει στο στούντιο, καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος, στις 5 Δεκεμβρίου του 1974, σε ηλικία 60 χρόνων. Λίγο πριν από το μοιραίο, είχε αναθέσει τη σκηνοθεσία σε αυτόν που μόνο εμπιστευόταν, στον φίλο του Μάριο Μονιτσέλι, ο οποίος θα παραδώσει τον επόμενο χρόνο την κωμωδία – σταθμό για τον παγκόσμιο κινηματογράφο και μάλιστα ανοίγοντας τους τίτλους αρχής με την επισήμανση «μια ταινία του Πιέτρο Τζέρμι», μεταφέροντας ταπεινά το συγκινητικό μήνυμα προς όλους τους σινεφίλ και ταυτόχρονα να αναδείξει ότι μια έξοχη κωμωδία μπορεί να περιορίσει την οδύνη της απώλειας.

 

 

 

Συμπληρώνοντας μισό αιώνα από την πρεμιέρα της, το 1975, αξίζει να θυμηθούμε γιατί οι «Εντιμότατοι Φίλοι Μου» παραμένουν μία εμβληματική κωμωδία, την αξία του Μονιτσέλι και των άλλων σπουδαίων συντελεστών, αλλά και να μάθουν οι νεότεροι τι σημαίνει ιταλική κωμωδία και γιατί, πέρα από τα γέλια μέχρι δακρύων, έκρυβε μία πικρία που την έκανε ανεπανάληπτη, αθάνατη στον χρόνο.

 

 

 

Αγαπημένη ταινία

 

Ο Μονιτσέλι θα βάλει όλη την έμπνευσή του και το ταλέντο του, για να υλοποιήσει το σενάριο και τις ιδέες του Τζέρμι, όπως μόνο αυτός ήξερε. Η ταινία, που στάθηκε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην Ιταλία και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, ήταν όμως κάτι περισσότερο απ’ όλα αυτά. Ήταν η αγάπη με την οποία την υποδέχθηκε το κοινό. Ακόμη και στην Ελλάδα η ταινία είχε πάντα την τιμητική της στα θερινά σινεμά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και μια ευχάριστη υποχρέωση για όλους τους σινεφίλ, που πολλές φορές καταλάβαιναν ότι ήρθε το καλοκαίρι κόβοντας εισιτήριο για να δουν την τρελοπαρέα των Ούγκο Τονιάτσι, Φιλίπ Νουαρέ, Γκαστόνε Μοσκίν και Αντόλφο Τσέλι.

 

 

 

Η ανώριμη αντροπαρέα των 50άρηδων

 

Ένα μοναδικό κουαρτέτο πρωταγωνιστών, μία αντροπαρέα 50άρηδων, που δεν ήθελαν να ωριμάσουν και που έκαναν πλάκα με τα πάντα και χλευάζοντας τους πάντες, ακόμη και τους εαυτούς τους και κυρίως προσπαθώντας να ξυπνήσουν την ιταλική κοινωνία, που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ανείπωτες φάρσες ως πράξεις αντίστασης στα στερεότυπα, τη σοβαροφάνεια, την «αστική ευγένεια», τον ίδιο τον θάνατο.

 

 

 

Ο Ούγκο, ο Φιλίπ, ο Γκαστόνε και ο Αντόλφο

 

Βασικοί ήρωες, ο Ούγκο Τονιάτσι (αντικατέστησε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) ως ξεπεσμένος κόμης Λέλο Μασέτι, ο Φιλίπ Νουαρέ ως ο απογοητευμένος δημοσιογράφος Τζόρτζιο Περότσι, ο Γκαστόνε Μοσκίν ως ο αρχιτέκτονας Ραμπάλντο Μελάντρι, που ψάχνει εναγωνίως μία σύζυγο, θα τη βρει και θα το μετανιώσει πικρά και ο Αντόλφο Τσέλι ως ο κυνικός χειρουργός.

 

Μία παρέα μεσήλικων που σκαρώνει φάρσες, φαινομενικά δείχνουν απλοϊκοί, ανέμελοι που προσπαθούν να γεμίσουν το κενό της ζωής τους, αλλά ουσιαστικά αισθηματίες, που υποφέρουν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, πιστεύοντας ότι η ζωή είναι μία φάρσα.

 

 

 

Το μπαρ δίπλα στον Άρνο

 

Τόπος δράσης τους, η Φλωρεντία (στο αρχικό σενάριο ήταν η Γένοβα, τόπος γέννησης και έμπνευσης του Τζέρμι), ενώ σημείο συνάντησης της παρέας ήταν το πραγματικό μπαρ στην Piazza Demidoff, δίπλα στις όχθες του ποταμού Άρνου, το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε Bar Amici Miei και ήταν γεμάτο με αφίσες της ταινίας. Σημειώνεται ότι τη δεκαετία του 1990 άλλαξε το όνομά του και εκσυγχρονίστηκε για να γίνει αμερικάνικο μπαρ και να χάσει όλες τις συνδέσεις με την ταινία, συνοψίζοντας και την πορεία πραγμάτων στην Ιταλία, την κατάπτωση ενός λαού που έχασε τις ρίζες του, ξέκοψε με όλα αυτά που τον έκαναν ξεχωριστό, κάτι που φαίνεται εμφανώς και στον ιταλικό κινηματογράφο.

 

 

 

Ο Μάριο Μονιτσέλι, δεν στέκεται μόνο στις φάρσες της παρέας, αλλά κάνει, με έναν διακριτικό τρόπο και κοινωνικά σχόλια για την ιταλική κοινωνία, που έχουν τον στοχασμό ενός ιδεολόγου, ενός κινηματογραφιστή που έγραψε τη δική του ιστορία στον κινηματογράφο.

 

 

 

Ο πατέρας της ιταλικής κωμωδίας

 

Ποιος ήταν όμως ο Μάριο Μονιτσέλι; Με δυο λόγια, ο σημαντικότερος εκφραστής της «κωμωδίας αλά ιταλικά» και ένας μάστορας από τους λίγους, που μας έδωσε στην πολύχρονη σταδιοδρομία του εκπληκτικές δημιουργίες, όπως «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», «Ο Μεγάλος Πόλεμος», «Οι Σύντροφοι», «Ο Ανθρωπάκος» και ακόμη πολλές απολαυστικές κωμωδίες. Ο Μονιτσέλι, όμως, δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος σκηνοθέτης, που ψυχαγωγούσε το κοινό και προκαλούσε το γέλιο, το τόσο χρήσιμο και ανακουφιστικό για τις δύσκολες εποχές, αλλά κι ένας άνθρωπος του πνεύματος, με αστείρευτο χιούμορ, ένας μαχητικός ιδεολόγος, μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

 

 

Άξιοι συνεργάτες – ανεπανάληπτο καστ

 

Δίπλα στον Μονιτσέλι, θα βρεθούν άξιοι συνεργάτες, όπως οι σεναριογράφοι, που θα βοηθήσουν στο σενάριο, Λεονάρντο Μπενβενούτο και Τούλιο Πινέλι, ο διευθυντής φωτογραφίας Λουίτζι Κουβέιλερ (στενός συνεργάτης του Τζέρμι) και ο εξαιρετικός μοντέρ Ρουτζέρο Μαστρογιάνι, αδελφός του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Υπάρχει όμως, και ένα ανεπανάληπτο καστ. Ο Τονιάτσι, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους του στο σινεμά, ως ξεπεσμένος πάμφτωχος κόμης, που ζει σε ένα υπόγειο, με την οικογένειά του, αλλά τσιλιμπουρδίζει ενοχικά με μία πανέμορφη νεαρά κοπέλα. Ο Φιλίπ Νουαρέ, στον ρόλο του κουρασμένου, μπαφιασμένου δημοσιογράφου, που έχει έναν γιο ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτόν και μία διάχυτη μελαγχολία, που μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο με τις τρέλες της παρέας του. Ο Γκαστόνε Μοσκίν που πελαγοδρομεί μεταξύ της τακτοποίησης της ζωής του και της αφασίας, ο Ντούλιο ντελ Πρέτε, ο ιδιοκτήτης του μπαρ και φυσικά ο Αντόλφο Τσέλι, με το επιβλητικό παρουσιαστικό του που κρύβει την ψυχή ενός μικρού παιδιού, πίσω από το «παχύδερμο» που εμφανίζει. Όλοι τους εκπληκτικοί και ενταγμένοι στο πάνθεον της κινηματογραφικής κωμωδίας.

 

 

 

Φινάλε με… κηδεία

 

Η ταινία, που τελειώνει με μια κηδεία… ξεκαρδιστική, θα έχει και μια δεύτερη καλή συνέχεια το 1982 και πάλι σε σκηνοθεσία Μάριο Μονιτσέλι, λόγω της τεράστιας επιτυχίας της πρώτης ταινίας. Την τρίτη ταινία της σειράς (1985), θα αρνηθεί να τη γυρίσει ο Μονιτσέλι, καθώς το θέμα της είχε εξαντληθεί. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Νάνι Λόι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μετριότατο.

 

 

 

Γλυκόπικρη ανάμνηση

 

«Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου», όμως δεν είναι μόνο μία ξεκαρδιστική κωμωδία, με την κοινωνική της πίκρα, τις ανεπανάληπτες σκηνές πλάκας και τις αξεπέραστες ατάκες. Είναι και η γλυκόπικρη ανάμνηση άλλων εποχών, όταν οι σκηνοθέτες ήταν έτοιμοι να δώσουν μάχη για τα πιστεύω τους, τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, αλλά και τις αγωνίες του λαού. Και βεβαίως μίας εποχής που οι κινηματογράφοι – θερινοί και χειμερινοί – ήταν τόποι συνάντησης, μίας ανοιχτής αγκαλιάς για όλους τους λάτρεις του σινεμά.

 

 

 

Χ. Αναγνωστάκης

©amna.gr
WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com