Με το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» (2023), ο Γιάννης Σιώτος είχε μια ιστορική έγνοια: να ταξιδέψει στα βάθη της Μικρασιατικής Καταστροφής προκειμένου να διερευνήσει όχι το τι συνέβη πριν ή κατά τη διάρκεια των γεγονότων στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, αλλά το ποιες ήταν οι επιπτώσεις μετά τον ερχομό εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων εν Ελλάδι. Βασισμένος σε δεδομένα του Τύπου της δεκαετίας του 1920, καθώς και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές ιστορικών αρχείων, ο Σιώτος θα φωτίσει στο βιβλίο του την επιτόπια δοκιμασία του ελληνικού κράτους δια της αναγωγής της σε διεθνές επίπεδο. Και η πολιτική και οικονομική διάσταση μιας τέτοιας δοκιμασίας θα αναδειχθεί μεν δίκην ψυχρής καταγραφής και χωρίς ιδεολογικά στενόχωρα σχήματα, πλην μέσα από την αποτύπωση της συσσώρευσης του ανθρώπινου πόνου. Η κερδοσκοπία χρηματιστών και τραπεζών (μαζί με πολλούς ακόμα παράγοντες) θα προκαλέσει συνθήκες εξαχρείωσης εις βάρος των αδύναμων, σε μια κοινωνία που θα αγωνιστεί με κάθε τρόπο να ανακάμψει τα επόμενα χρόνια.
Με το καινούργιο μυθιστόρημά του «Εφτά μέρες και έξι νύχτες», εκδόσεις Καστανιώτη, ο συγγραφέας θα δουλέψει εκ νέου με τον τρόπο και με τις μεθόδους του ιστορικού ερευνητή, ξεκινώντας από τις δυσχέρειες του φθίνοντος 20ου αιώνα για να φτάσει μέχρι και την οικονομική και πολιτική κρίση των πολλών τελευταίων ετών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Η έρευνα πηγαίνει και πάλι πέραν των εσκαμμένων, σαρώνοντας νεότερες και παλαιότερες κρίσεις: στις πρώην κρατικές οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης, στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Αργεντινή, στο Μεξικό, αλλά και ευρύτερα στη Λατινική Αμερική, όπου θα επικρατήσουν, σε διαφορετικό φάσμα και υπό διαφορετικές περιστάσεις εκάστοτε, η φτώχια, ο πολιτικός αυταρχισμός και η εξαθλίωση της καθημερινής ζωής. Ο Σιώτος συγκεντρώνει υπομονετικά και με επίπονο μόχθο τα ψηφία τα οποία θα συνθέσουν την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Κόσμος στον οποίο θα πρωταγωνιστήσουν από τη μια μεριά ο αλόγιστος πλούτος, η διαφθορά επιχειρήσεων και κρατικών μηχανισμών, το οικονομικό έγκλημα των μαφιόζικων κυκλωμάτων και το αδηφάγο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και από την άλλη, τα πλήθη των κοινωνικά και ταξικά παρεμποδισμένων – ακόμα κι αν πολλοί από τους τελευταίους θα προέλθουν από τα μεσαία στρώματα. Είναι ένας κόσμος από τον οποίο έχει εξαφανιστεί η προοπτική της ανάκαμψης και της επανεκκίνησης την οποία επεφύλασσε η ιστορική μοίρα στους ανθρώπους του «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» (πολλώ δε μάλλον που δεν το ήξεραν). Γιατί το νεότερο σύμπαν έχει ταυτιστεί με ένα άπειρο παρόν, μοιάζει με μια χοάνη στις απορροφητικές δυνάμεις της οποίας κινδυνεύουμε να παραδοθούμε για πάντα ή με μια χρονική λούπα από τη δίνη της οποίας δεν θα ξεφύγουμε ποτέ.
Με ήρωες που συνιστούν έναν πολυπρόσωπο θίασο και οι οποίοι έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στο μυθιστόρημα «Αντίο και καλή αντάμωση» (2021), ο Σιώτος εστιάζει την προσοχή του σε δυο χαρακτήρες με αποκλίνουσες πορείες: σε μια καθ’ όλα επιτυχημένη γυναίκα, που έχοντας περάσει δια πυρός και σιδήρου μεσουρανεί τώρα στον σκιασμένο (αν μη τι άλλο) αστερισμό της απόλυτης επιτυχίας, και σε έναν άνδρα ο οποίος οχυρωμένος πίσω από τα γραπτά του κρύβεται στις ερημιές για να προφυλαχθεί από τη θανατηφόρα λάμψη του κύρους, του κέρδους και ολόκληρου του μάταιου πακέτου των αντίστοιχων φιλοδοξιών. Παρ’ όλα αυτά, οι αποκλίνουσες πορείες των δύο θα καταλήξουν βαθμιαία συγκλίνουσες στο πεδίο τόσο του χρόνου όσο και του χώρου. Ένα βιβλίο που έχει γράψει ο ερημίτης, ακατάλυτος κάποτε δεσμός για αμφοτέρους τους χαρακτήρες, θα εξελιχθεί κατά τη διάρκεια των επτά ημερών της μυθιστορηματικής δράσης σε μέσον ή μάλλον σε ζωτική αφορμή για τη συνάντησή τους. Η απόσταση ανάμεσα στην απαστράπτουσα Γαλλία του χρήματος και στην Ελλάδα του ερημίτη θα μειωθεί εξαιτίας των εσωτερικών αναδρομών της αφήγησης, που θα ξεκοκκαλίσουν τον βασανιστικά μοναχικό βίο των ηρώων μέχρι το αντιθετικό τους δίπολο να συμπυκνωθεί σε φίλιο δίδυμο, για να καταλήξει εν συνεχεία σε δεσμό συνεύρεσης επί του πατρώου εδάφους. Εκεί, όμως, ένας ξαφνικός σεισμός, μια οικολογική καταστροφή και ένα καταχθόνιο σχέδιο για εκμετάλλευση των σκουπιδιών θα κηρύξουν το τέλος όλων των ιδεολογιών: κάθε λαβή αντίστασης και οποιαδήποτε εστία διαφοροποίησης θα ενσωματωθούν στην πηχτή μάζα του άπειρου και αιώνιου παρόντος.
Με κινηματογραφικά πλάνα τόσο ως προς τα κάδρα όσο και ως προς την ταχύτητα διαδοχής και εναλλαγής των τοποθεσιών τους, σε διάλογο με τα κεκτημένα του οικο-μυθιστορήματος, όπου και η γαιώδης, σωματική επαφή με τη φύση, και με εκτεταμένη γκάμα ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών, κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών, γεωγραφικών και λογοτεχνικών παραπομπών, που έχουν δεθεί δραματουργικά με την ανέλιξη της πλοκής, όπως και με ένα προσχηματικά αστυνομικό ένδυμα, το μυθιστόρημα του Σιώτου είναι κάτι παραπάνω από την ιστορική του έρευνα και από τις αναρωτήσεις του για την τύχη των ιδεολογιών. Εκπροσωπεί το πένθος, μα πριν από το πένθος, τη μελαγχολία, για την έλλειψη αντιστάσεων – και ας μένουν οι μέχρι τούδε αντιστάσεις σφηνωμένες στη μνήμη, στην καρδιά και στα βιώματα των ιδαλγών τους. Ένα εγχείρημα με ισχυρές δόσεις πρωτοτυπίας – στη θεματική του γραμμή, αλλά και στις τεχνοτροπίες του.
Β. Χατζηβασιλείου