Με την κατάλληλη στήριξη από μέτρα ο κλάδος Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) μπορεί να διατηρήσει την αναπτυξιακή του τροχιά, συνεισφέροντας σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας και αγγίζοντας το ιστορικά υψηλό των 10,4 δισ. ευρώ έως το 2029. Η επίτευξη της άνω συνεισφοράς στο ΑΕΠ δύναται να δημιουργήσει έμμεσες και επαγωγικές επιπτώσεις ύψους 21,4 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 9,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2029, σύμφωνα με την μελέτη της Deloitte «Οι προοπτικές του κλάδου ΤΠΕ στην Ελλάδα» που διεξήχθη για λογαριασμό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ) και παρουσιάστηκε κατά τις εργασίες του συνεδρίου του ΣΕΠΕ Digital Economy Forum 2024, από τον Νίκο Χριστοδούλου, Partner, Technology and Transformation Leader της Deloitte Ελλάδος
Στο πλαίσιο της μελέτης, η Deloitte, σε συνεργασία με τον ΣΕΠΕ, διενήργησε συνεντεύξεις με ηγετικά στελέχη επιχειρήσεων του κλάδου ΤΠΕ, καθώς επίσης προέβη και σε μία πρωτογενή έρευνα στελεχών ώστε να καταγραφεί η άποψή τους αναφορικά με την υφιστάμενη κατάσταση και τις προοπτικές του κλάδου.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται ως κάτωθι:
– Ο κλάδος ΤΠΕ είναι ένας από τους κυριότερους της οικονομίας καθώς απασχολεί περίπου 300.000 άτομα, προσελκύει σημαντικό μερίδιο των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ συνεισφέρει σημαντικά – μέσω των ψηφιακών λύσεων που αναπτύσσει – στην αποδοτικότητα του δημοσίου τομέα με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία.
– Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου την τελευταία πενταετία εκτιμάται περίπου τετραπλάσιος από τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (CAGR 6,17% έναντι 1,65%). Προς επίρρωση αυτού, η ανάπτυξη του κλάδου από το 2019 έως το 2024 ξεπέρασε τις ήδη φιλόδοξες προσδοκίες για το έτος ορόσημο 2023, όπως είχαν υπολογιστεί στη μελέτη του ΣΕΠΕ το 2019. Ειδικότερα, αντί για 7,2δισ.ευρώ που είχαν προβλεφθεί, ο κλάδος εκτιμάται ότι άγγιξε τα 7,4 δισ. ευρώ σε όρους αξίας αγοράς.
– Καθώς διεθνώς έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει έντονη θετική συσχέτιση μεταξύ της ανάπτυξης των ΤΠΕ και της οικονομικής ανταγωνιστικότητας των χωρών, τα στελέχη του κλάδου σε ποσοστό 60% ενστερνίζονται τη δυναμική και την προοπτική που έχει ο κλάδος να αναπτυχθεί σε βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
– Ωστόσο, για να διατηρηθεί η δυναμική του κλάδου, η μελέτη αναγνωρίζει τέσσερις στρατηγικές κατευθύνσεις. Αναλυτικότερα αυτές αφορούν στα παρακάτω:
o «Διεθνοποίηση κλάδου» – Ο εγχώριος κλάδος πρέπει να βελτιώσει το διεθνές του αποτύπωμα ενισχύοντας τις εξαγωγές του μέσω διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και λύσεων, ενώ η εστίαση τεχνολογικών λύσεων σε τομείς με ισχυρή διεθνή παρουσία, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, μπορούν να του αποδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Καθοριστικό ρόλο δύναται να διαδραματίσει επίσης η προσέλκυση επενδύσεων για την ανάπτυξη data centers και κέντρων εξειδίκευσης (competence centers), με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο.
o «Προώθηση της καινοτομίας» – Είναι εξαιρετικά σημαντικό να στηριχθεί το οικοσύστημα καινοτομίας, με στόχο την ανάπτυξη και εξαγωγή τεχνογνωσίας σε αναδυόμενες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η Δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη (Gen AI), αλλά και στην υλοποίηση λύσεων που ανταποκρίνονται σε κρίσιμες εθνικές ανάγκες, όπως η ‘Αμυνα, η Ασφάλεια και η Πολιτική Προστασία.
o «Ενίσχυση ανθρώπινου δυναμικού» – Δεδομένου ότι η έλλειψη επαρκούς αριθμού ειδικών ΤΠΕ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο κλάδος, η αύξηση / ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της προσέλκυσης διεθνούς ταλέντου αλλά και του επαναπατρισμού ειδικών ΤΠΕ αποτελεί υψίστης στρατηγικής σημασίας προτεραιότητα.
o «Καθιέρωση digital first κουλτούρας» – Η εν λόγω στρατηγική κατεύθυνση εστιάζει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να υποστηρίζεται η καινοτομία και η ψηφιακή ανάπτυξη και να ενσωματωθεί η «ψηφιακή νοοτροπία» σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και της λειτουργίας του κράτους στις διεπαφές του με επιχειρήσεις και πολίτες.
– Στο πλαίσιο της μελέτης για κάθε μία από τις παραπάνω στρατηγικές κατευθύνσεις αναπτύχθηκε και μία δέσμη προτεινόμενων μέτρων, κρίσιμων για την αντιμετώπιση προκλήσεων αλλά και την αξιοποίηση ευκαιριών του διεθνούς περιβάλλοντος. Ενδεικτικά αναφέρονται: ανάπτυξη μίας πλατφόρμας για την προώθηση των προϊόντων και λύσεων ΤΠΕ που έχει αναπτύξει ο ελληνικός κλάδος, η ανάπτυξη τεχνολογικού πάρκου μεγάλης κλίμακας επικεντρωμένου στην επιστήμη των ΤΠΕ, η δημιουργία 30 νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων συναφών με ΤΠΕ μέσα στα επόμενα 5 έτη, προκειμένου να υπάρχουν 1.500 νέοι απόφοιτοι κατ’ έτος, η παροχή φορολογικών κινήτρων για την ενίσχυση δαπανών σε ΤΠΕ, π.χ. μέσα από υπερεκπτώσεις κατά 100% των ποσών που θα εκπίπτουν για επενδύσεις αλλά και δράσεις κατάρτισης σε επιλεγμένες τεχνολογίες αιχμής (πχ. cybersecurity, AI, quantum).
– Με την κατάλληλη στήριξη από μέτρα όπως τα παραπάνω, εκτιμάται ότι ο κλάδος μπορεί να διατηρήσει την αναπτυξιακή του τροχιά, συνεισφέροντας σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας και αγγίζοντας το ιστορικά υψηλό των Euro10,4 δισ. έως το 2029. Η επίτευξη της άνω συνεισφοράς στο ΑΕΠ δύναται να δημιουργήσει έμμεσες και επαγωγικές επιπτώσεις ύψους Euro21,4 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 9,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2029.
Με αφορμή την παρουσίαση της μελέτης για τις προοπτικές του κλάδου ΤΠΕ στην Ελλάδα, ο Νίκος Χριστοδούλου, Partner, Technology and Transformation Leader της Deloitte Ελλάδος, σημείωσε: «Τα ευρήματα της μελέτης μας είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, καθώς καταδεικνύουν την αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου ΤΠΕ και τις σημαντικές προοπτικές του να καταστεί βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η εν λόγω ανάπτυξη του κλάδου και η επίτευξη της ψηφιακής ωριμότητας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας επιτάσσει την αντιμετώπιση μίας σειράς προκλήσεων εγγενών στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας, αλλά και την εστίαση σε ορισμένες στρατηγικές κατευθύνσεις με κρισιμότερες τη διεθνοποίηση του κλάδου, την προώθηση της καινοτομίας, την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και την εδραίωση μίας “digital first” κουλτούρας. Είμαι αισιόδοξος ότι, προϊόντος του χρόνου, το μέγεθος του κλάδου ΤΠΕ, την επόμενη 5ετία, θα βαίνει αυξανόμενο, οδηγώντας προοδευτικά σε μία ακμάζουσα ψηφιακή οικονομία και κοινωνία».