Άρθρο του προέδρου του προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών επιχειρήσεων κ Κώστα Γιατζιτζόγλου
Τις τελευταίες 3 δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα ενοχλούσε (τον οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο) μπορούσε να «μεταφερθεί» σε μια τρίτη χώρα. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, αυτό σήμανε και μείωση του κόστους του παραγόμενου αγαθού, με αποτέλεσμα να μοιάζει με προφανές το τι έπρεπε να γίνει.
Δυστυχώς, μόλις πρόσφατα, η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι αυτή η «εύκολη λύση» έχει δημιουργήσει σοβαρή γεωπολιτική εξάρτηση από συγκεκριμένες χώρες, τόσο για αγαθά όσο και για πρώτες ύλες. Μάλιστα, σε ότι αφορά πρώτες ύλες, η πραγματική εξάρτηση είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση συνομολογεί. Από τις 34 κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες – για τις οποίες οι Βρυξέλλες πρόσφατα αποφάσισαν ότι πρέπει να αποκτήσουμε μια στοιχειώδη αυτάρκεια- , η παραγωγή των 26 ελέγχεται από την διευρυμένη ομάδα των BRICS. Για 20 από αυτές, η παραπάνω ομάδα ελέγχει άμεσα και έμμεσα άνω των 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής και – σε μερικές περιπτώσεις το 90 – 95%.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η Ευρώπη – κατά δήλωση της – θα ήθελε να αυξήσει την εξορυκτική δραστηριότητα επί του εδάφους της. Αυτό μοιραία θα προκαλέσει διαφόρων ειδών αντιδράσεις. Το θέμα της περίφημης κοινωνικής άδειας έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα. Τι είναι όμως αυτή η κοινωνική άδεια (για μια δραστηριότητα). Ενώ στο χώρο μας πρόκειται για ένα όρο που χρησιμοποιείται συχνά, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός. Όπως και πολλοί άλλοι όροι της καθημερινότητας, ενώ εκ πρώτης όψεως μοιάζει αρκετά προφανής, στην πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές παρερμηνείες και παρεξηγήσεις.
Κυριολεκτικά, «κοινωνική άδεια δραστηριοποίησης» είναι η άδεια που χορηγείται από την κοινωνία για την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Εκ πρώτης όψεως, αυτό είναι κάτι που ισχύει σε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες. Ο θεσμικός εκπρόσωπος της κοινωνίας, το οργανωμένο και επίσημο κράτος, μέσα από θεσπισμένους κανόνες και διαδικασίες, χορηγεί – ή δεν χορηγεί- την άδεια για την οποιαδήποτε δραστηριότητα. Για ποιο λόγο λοιπόν, ως «Κοινωνική άδεια δραστηριοποίησης» θεωρούμε κάτι ξεχωριστό – και αρκετά διαφορετικό – από την θεσμοθετημένη αδειοδότηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Και εν τέλει, τι ακριβώς εννοούμε.
Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε εννοιολογικά τη φράση «κοινωνική άδεια δραστηριότητας». Κατ αρχήν, πρόκειται για μια άδεια την οποία χορηγεί η κοινωνία. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι ποιο τμήμα της κοινωνίας είναι αυτό που θα δώσει τη συγκεκριμένη άδεια για μια συγκεκριμένη εξορυκτική δραστηριότητα. Θα είναι η τοπική κοινωνία και σε ποια έκταση. Θα είναι η τοπική κοινωνία εκπροσωπούμενη από τους αιρετούς εκπροσώπους της. Θα είναι ένα τμήμα της τοπικής κοινωνίας και αν ναι, από ποιους θα εκπροσωπείται. Με ποια διαδικασία θα προκύπτει ότι η βούληση αυτής της κοινωνικής ομάδας εκφράζεται από αυτούς που δηλώνουν ότι την εκπροσωπούν. Και εν τέλει, θα πρέπει να εκφραστεί και το σύνολο της μη τοπικής κοινωνίας ή όχι. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι άνθρωποι που είχαν την ατυχία τα σπίτια τους να βρίσκονται 50 m μακριά από ένα καινούριο αεροδρόμιο, εμπορικό κέντρο, αυτοκινητόδρομο ή ακόμα ακόμα και κέντρο διασκεδάσεως, δεν θα είναι καθόλου διατεθειμένοι με συνηγορήσουν στη δημιουργία του. Παρόλα αυτά, οι κοινωνίες μας έχουν αποδεχθεί ότι το συλλογικό συμφέρον επικρατεί του ατομικού, εφ όσον ο θιγόμενος αποζημιωθεί για την θετική ζημία του.
Το επόμενο ερώτημα είναι με ποια διαδικασία θα δοθεί αυτή η άδεια, ποια κριτήρια πρέπει να πληροί αυτός που θα αδειοδοτηθεί και προφανώς με ποιες προδιαγραφές θα κληθεί να ασκήσει δραστηριότητα. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται εξαιρετικά θεωρητικά μέχρι την ώρα που θα προσπαθήσει κάποιος να σεβαστεί τις όποιες ανησυχίες των οποίων ανησυχούντων και να ακολουθήσει κάποια διαδικασία για να αποκτήσει τη συναίνεσή τους. Και βέβαια, τι θα συμβεί εάν δεν δοθεί η συναίνεση.
Το ζήτημα μιας επιπρόσθετης άδειας για μια ήδη αδειοδοτημένη από το επίσημο κράτος δραστηριότητα από ένα – αδιευκρίνιστο – κομμάτι της κοινωνίας, συνήθως προκύπτει μετα από κάποια σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή μπορεί να προέλθει από την αυθόρμητη αντίδραση κάποιων πολιτών, ή μπορεί να είναι αποτέλεσμα του επαγγελματισμού κάποιων καλοθελητών οι οποίοι βγάζουν το μεροκάματό τους δημιουργώντας προβλήματα σε άλλους. Προφανώς ως επιχειρήσεις και ως κλάδος δεν έχουμε καμία διάθεση να ασχοληθούμε με τους δεύτερους και θα πρέπει η πολιτεία, εφόσον είναι συντεταγμένη και επιθυμεί να είναι συντεταγμένη, να διαχειριστεί το πρόβλημα.
Σε άλλες περιπτώσεις η σύγκρουση μπορεί να είναι μια κραυγή αγωνίας, μετά από κάποιο περιστατικό, είτε σαφούς παράβασης της νομοθεσίας, είτε αδιαφορίας για τους κανόνες ασφάλειες. Και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει η συντεταγμένη πολιτεία να επιληφθεί και να είναι τόσο αυστηρή ώστε να μην περνάει από το μυαλό κανενός να ακολουθεί τέτοιες τακτικές. Δυστυχώς είμαστε μια κοινωνία για την οποία η τήρηση των Νόμων δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Είμαστε από τις λίγες δυτικές χώρες που, για παράδειγμα, η απαγόρευση της στάθμευσης πάνω στο πεζοδρόμιο πρέπει να επιβληθεί με «αντιαρματικά» εμπόδια.
Το τρίτο ενδεχόμενο είναι η σύγκρουση να προέρχεται από την ειλικρινή αγωνία και ανησυχία κάποιων, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε μια αλλαγή της καθημερινότητάς τους, η οποία πιστεύουν ότι θα είναι προς το χειρότερο. Ο μέσος άνθρωπος δεν έχει καμία διάθεση να ρισκάρει τα κεκτημένα του και κάθε τέτοιο ενδεχόμενο δημιουργεί εύλογες ανησυχίες. Εδώ η ενασχόληση μας με το θέμα είναι απαραίτητη και ο ρόλος μας κρίσιμος. Οφείλουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα και τις ανησυχίες ανθρώπων που εύλογα δεν γνωρίζουν. Η διαφάνεια, η ανοιχτή συζήτηση, η παράθεση των δεδομένων και η πρόσβαση στην πληροφορία είναι τα βασικά συστατικά για ένα ειλικρινή διάλογο εάν και οι δύο πλευρές προσέρχονται καλοπροαίρετα. Προφανώς ο διάλογος πρέπει να έχει αρχή και τέλος και πρέπει να είναι σαφές ότι δεν θα εξελιχθεί σε διαπραγμάτευση. Η όποια κοινωνική ομάδα δικαιούται να ζητήσει εχέγγυα για το ότι θα τηρηθούν οι νόμοι και οι κανόνες, αλλά μέχρι εκεί.
Σε όλα τα σεμινάρια για την διαχείριση κρίσεων επισημαίνεται ότι η εμπιστοσύνη οικοδομείται πριν ξεσπάσει το πρόβλημα. Η αποδοχή από «την κοινωνία» δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλούν όχληση ή ανησυχία, προϋποθέτει τόσο γνώση όσο και κοινωνική παιδεία. Συνεπώς, ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος είναι σημαντικός, όχι μόνο στο να διδάξει την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των ορυκτών, αλλά και στο να αναδείξει την ύπαρξη ασφαλών και βιώσιμων τεχνολογιών απόκτησης τους.
Ακόμα πιο σημαντικός όμως, είναι ο ρόλος της πολιτείας, στο να πείσει τους πολίτες ότι οι ισχύοντες κανόνες θα γίνονται σεβαστοί εξ ίσου και από όλους. Εάν πράγματι θέλουμε να πάμε μπροστά, προφανώς δεν μπορεί να επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, ούτε όμως και εκείνου που απλά κάνει περισσότερο θόρυβο !