Όταν ο Μότι Μπαρ Τοβ επισκέφθηκε πριν από κάποια χρόνια τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε να ξεφυλλίζει μακροσκελείς χειρόγραφους καταλόγους στο Αρχείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας, αναζητώντας ένα κομμάτι του παρελθόντος της οικογένειάς του, που είχε παραμείνει σιωπηλό για πολύ καιρό. «Ξέραμε ότι η οικογένεια του παππού μας χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, αλλά δεν γνωρίζαμε ποτέ τις λεπτομέρειες. Δεν γνωρίζαμε τα ονόματα των συγγενών μας, που έμειναν εκεί (στη Θεσσαλονίκη)», λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Μότι καθώς ρουφά μια γουλιά τσάι, σε ένα μικρό καφέ στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Μότι Μπαρ Τοβ (ξεναγός στο επάγγελμα, από τη Χάιφα του Ισραήλ), το πέρασε γνωρίζοντας ψήγματα μόνο της ιστορίας της οικογένειάς του -μιας σεφαραδίτικης εβραϊκής ιστορίας, που ξεκίνησε στην Ισπανία, συνεχίστηκε στη Βενετία και από εκεί στη Θεσσαλονίκη προτού τελικά βρει καταφύγιο στη Χάιφα. Ήταν μια ιστορία που διαμορφώθηκε από αιώνες αναγκαστικής μετανάστευσης, επιβίωσης και ανείπωτης απώλειας.
Από την Ισπανία στη Θεσσαλονίκη
«Ο παππούς μου ήταν από τη Θεσσαλονίκη, αλλά η οικογένειά του προερχόταν από την Ισπανία», εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μότι. Το σταθερό τέμπο της φωνής του έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας που αφηγείται. «Αναγκάστηκαν οι πρόγονοί μου να φύγουν από την Ισπανία τη δεκαετία του 1490, μετά την εκδίωξη των Εβραίων. Από εκεί, μετακόμισαν στη Βενετία», λέει. Αλλά η ιστορία επαναλήφθηκε. «Η Ιταλία, που ήταν υπό την ισπανική επιρροή εκείνη την εποχή, εκδίωξε επίσης τους Εβραίους. Αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένεια του παππού μου κατέληξε στη Θεσσαλονίκη», αναφέρει και συμπληρώνει: «Η οικογένεια της γιαγιάς μου ήταν από τη Λισαβόνα, την Πορτογαλία. Ήρθαν κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη μετά την εκδίωξη από την Πορτογαλία, που έγινε λίγα χρόνια μετά την Ισπανία».
Μια νέα ζωή στη Χάιφα, λίγο πριν από τη λαίλαπα του Ολοκαυτώματος
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με τους ανέμους του πολέμου να σηκώνονται ήδη σε όλη την Ευρώπη, οι παππούδες του Μότι πήραν μια απόφαση που έμελλε να καθορίσει εν πολλοίς την τύχη της οικογένειας. «Αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Παλαιστίνη. Ο παππούς μου δούλευε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και οι Βρετανοί έψαχναν για ειδικευμένους εργάτες λιμανιού στη Χάιφα. Έτσι πήρε μια ειδική βεβαίωση και έφυγε για τη Χάιφα», λέει καθώς δείχνει στο κινητό του φωτογραφίες από το οικογενειακό διαβατήριο της εποχής – κειμήλιο από τον παππού του, αδιάψευστος μάρτυρας των όσων αφηγείται.
«Επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο και έφτασαν στη Χάιφα στις 23 Σεπτεμβρίου 1934. Χρειάστηκαν τέσσερις μέρες από τη Θεσσαλονίκη στη Χάιφα με το πλοίο», σημειώνει ο Μότι και με λύπη προσθέτει: «Η υπόλοιπη οικογένεια έμεινε πίσω. Και όλοι πέθαναν… Τους έστειλαν όλους στο Άουσβιτς».
Η κληρονομιά της σιωπής
Επιστρέφοντας στη Χάιφα, ο παππούς του Μότι, Χαΐμ Ιωσήφ Κοέν, βρήκε τη μετάβαση στη νέα του ζωή δύσκολη, λόγω της πίστης. «Ήταν θρησκευόμενος Εβραίος και αρνούνταν να δουλέψει το Σάββατο», εξηγεί. «Στη Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι ποτέ δεν δούλευαν το Σάββατο. Αλλά στη Χάιφα, του είπαν: ‘Είμαστε σοσιαλιστές. Δεν μας νοιάζει το Σάββατο.’ Έτσι, αναγκάστηκε να αφήσει το λιμάνι, μια δουλειά που γνώριζε καλά από τη Θεσσαλονίκη». Αντί γι’ αυτό, ο Χαΐμ άνοιξε ένα ψαράδικο στην αγορά του Ταλπιώτ. «Γι’ αυτό πάντα τον θυμάμαι με την μυρωδιά του ψαριού», λέει και χαμογελά πλατιά.
«Ήταν σωματώδης άνθρωπος ο παππούς — όπως όλοι οι Εβραίοι εργαζόμενοι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ήταν γνωστοί για τη δύναμή τους. Στο Άουσβιτς, αυτοί οι άντρες χρησιμοποιούνταν για να μεταφέρουν τα σώματα από τα κρεματόρια στους θαλάμους αερίων», λέει. Η γιαγιά του, αντίθετα, ήταν μικροκαμωμένη: «Όταν περπατούσαν στον δρόμο, ήταν αυτός ο μεγάλος παππούς και η μικροσκοπική γιαγιά. Είναι μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ», αναπολεί.
Τόσο ο παππούς του όσο και η γιαγιά του σπάνια μοιράζονταν ιστορίες από το παρελθόν. «Ποτέ δεν μιλούσαν γι’ αυτό. Όταν ήμουν μικρός, πέθανε ο παππούς μου –ήμουν στο δημοτικό. Η γιαγιά μου ήρθε να ζήσει μαζί μας, αλλά ούτε εκείνη μιλούσε. Μιλούσαν στη μητέρα μου, αλλά ούτε εκείνη μας έλεγε τίποτα», θυμάται.
Ανασυνθέτοντας το Οικογενειακό Δέντρο
Ήταν περίπου οκτώ χρόνια πριν, όταν ο Μότι και τα αδέλφια του αποφάσισαν να προσπαθήσουν να ανασυνθέσουν την ιστορία της οικογένειάς τους. «Ήμασταν τέσσερα αδέλφια -ένας αδελφός πέθανε. Οπότε οι τρεις μας (ο ίδιος, ο αδελφός και η αδελφή του) αποφασίσαμε να πάμε στη Θεσσαλονίκη». Εκεί γνώρισαν την Αλίκη Αρούχ, υπεύθυνη του Ιστορικού Αρχείου της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, που τους βοήθησε να βρουν την αίτηση αποζημίωσης του παππού τους για την απώλεια ζωής όλων των συγγενών πρώτου βαθμού. «Η Γερμανία πλήρωνε χρήματα στους επιζώντες τη δεκαετία του 1960, αλλά έπρεπε να αποδείξεις ότι ήσουν απόγονος του Ολοκαυτώματος. Εκεί, βρήκαμε τη χειρόγραφη υπογραφή του παππού, και όλα τα ονόματα των μελών της οικογένειας που έχασαν τη ζωή τους», αναφέρει.
Τα έγγραφα που εντέλει εντόπισε χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της Αρούχ, την οποία δεν παραλείπει να ευχαριστήσει σε κάθε αναφορά του, τού έδωσαν τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση για την πορτογαλική ιθαγένεια. «Επειδή η οικογένεια της γιαγιάς μου προερχόταν από τη Λισαβόνα, το αίτημα εγκρίθηκε. Έτσι τώρα έχω πορτογαλική ιθαγένεια», λέει, εξηγώντας ότι δεν κατέστη δυνατό να γίνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα.
Μια πληγή ανοιχτή
Ακόμα και δεκαετίες αργότερα, το τραύμα για τους παππούδες του παρέμενε ανοιχτό, στην επιφάνεια. «Ο παππούς μου ποτέ δεν αγόραζε τίποτα γερμανικό», τονίζει ο Μότι. «Όταν ο πατέρας μου αγόρασε ένα Volkswagen, δεν του μιλούσε για μισό χρόνο, μέχρι να πουλήσει το αυτοκίνητο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Παρόλο που ο ίδιος και τα αδέλφια του έχουν ανασυνθέσει ένα μέρος του οικογενειακού τους δέντρου, πολλά παραμένουν άγνωστα. «Καταφέραμε να αναδομήσουμε δύο γενιές πίσω. Αυτό είναι όλο», επισημαίνει.
Παρά τη μόνη του επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη μέχρι τώρα, ο Μότι ελπίζει να επιστρέψει. «Τώρα που έχω τις ημερομηνίες, μπορεί να βρω κάτι στον δήμο. Τα πιστοποιητικά γέννησης, τις αρχικές καταχωρήσεις. Θα ξαναπάω, ίσως πριν αποσυρθεί η Αλίκη!», καταλήγει και μας δίνει ραντεβού στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων».
Αποστολή: Σοφία Παπαδοπούλου
*Τη φωτογραφία από το διαβατήριο του παππού του παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μότι Μπαρ Τοβ