Το «φιλί της ζωής» δίνουν στους Έλληνες σαλιγκαροτροφείς οι δουλειές που έχουν προγραμματίσει σε Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και χώρες της Αφρικής, την ώρα που ο κλάδος δοκιμάζεται τόσο εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού όσο και του ανταγωνισμού από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
«Ήδη από το 2019 είχαμε κάνει μια στροφή στην ήπειρο της Αφρικής, με πρώτο στόχο τη Νότια Αφρική, όπου και οργανώσαμε τους εκτροφείς σε ομάδες παραγωγών και ανοίξαμε έτσι την τοπική αγορά», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αναστάσιος Υψηλάντης, επικεφαλής πωλήσεων & εξαγωγών και δημιουργός της «Αγροφάρμα», εξηγώντας ότι «στη συνέχεια στοχεύσαμε σε χώρες της Δυτικής Αφρικής, όπως Νιγηρία και Γκάνα, όπου λόγω της γαλλικής κουλτούρας, γνωρίζουν και καταναλώνουν το σαλιγκάρι».
«Με αυτές μας τις κινήσεις αρχίσαμε και εκεί να εισερχόμαστε στην τοπική αγορά, με εγκαταστάσεις, αλλά και έτοιμα προϊόντα. Έτσι κάτι άρχισε να κινείται για εμάς τους σαλιγκαροτροφείς τον Ιούλιο», αναφέρει ο κ. Υψηλάντης, επισημαίνοντας ότι «οικονομική ανάσα» μπορούν να δώσουν και οι προσκλήσεις που καταφτάνουν από διάφορες χώρες για παροχή τεχνογνωσίας με την προϋπόθεση ότι θα «ανοίξουν» οι πτήσεις. «Αυτή μας η δραστηριότητα θα μας εξασφαλίσει χρόνο ώστε να αντέξουμε οικονομικά το “πάγωμα” εξαγωγών προς άλλες χώρες, λόγω της Covid -19», επισημαίνει.
Οι Έλληνες σαλιγκαροτροφείς, σύμφωνα με τον κ. Υψηλάντη, έχουν συμφιλιωθεί ότι μεγάλο μέρος της φετινής παραγωγής θα μείνει αδιάθετο, ενώ βάλλονται και από τον «αθέμιτο ανταγωνισμό», όπως υποστηρίζουν, από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, «οι οποίες πουλούσαν σε τιμές χαμηλότερες του κόστους παραγωγής του δικό μας προϊόντος».
Οι σαλιγκαροτροφείς ζητούν στήριξη από την κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο και τονίζουν, όπως επισημαίνει ο κ. Υψηλάντης, πως η πανδημία του κορονοϊού «θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ευκαιρία για τον κλάδο, ιδίως εάν καταρτιζόταν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και εφαρμόζονταν εμπροσθοβαρή μέτρα για τις επιχειρήσεις του κλάδου».
Ο κλάδος σε αριθμούς και οι εξαγωγές στην εποχή του κορονοϊού
Σήμερα, στην Ελλάδα, οι ενεργές εκτροφές σαλιγκαριών διαμορφώνονται σε 20 -25, σύμφωνα με τον κ. Υψηλάντη και η πλειονότητά τους διαθέτει μικρό μέρος της παραγωγής τους στην τοπική αγορά όπου δραστηριοποιούνται «και το μεγάλο μέρος το πωλούν σε εμάς. Όταν ξεκινούσαν τη δραστηριότητά τους, πέραν της τεχνογνωσίας που παρείχαμε, τους είχαμε υποσχεθεί την απορρόφηση της παράγωγης τους αν το ήθελαν και αν τους συνέφερε».
Η ετήσια παραγωγή σαλιγκαριού στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Υψηλάντη, ανέρχεται σε 100-150 τόνους και με την αγορά επιπλέον νωπής ποσότητας, οι ελληνικές ετήσιες εξαγωγές διαμορφώνονται σε 500 τόνους, αξίας 3,7 εκατ. ευρώ.
Βέβαια, φέτος, η εξαγωγική επίδοση των σαλιγκαροτροφέων αναμένεται διαφοροποιημένη λόγω κορονοϊού. Όπως είπε, από αρχές Φεβρουαρίου μέχρι και τον Ιούνιο όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές, αλλά έγιναν και ακυρώσεις παραγγελιών. «Αμερικανός πελάτης μού προπλήρωσε τον Φεβρουάριο για την αποστολή χαβιαριού από σαλιγκάρι. Πρόλαβα να στείλω το πρώτο φορτίο, το οποίο ακόμη διατηρεί στο ψυγείο, επειδή δεν μπορεί να το διαθέσει στα εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Ήδη συμπληρώθηκε το εξάμηνο όμως και πλέον το προϊόν θα αρχίσει να αλλοιώνεται. Αυτός έχασε ένα χρηματικό ποσό, εμείς χάσαμε την ευκαιρία να παράγουμε και να πουλάμε», σημείωσε.
Το σαλιγκάρι μπορεί να αποθηκευτεί για μικρό χρονικό διάστημα-τρεις, τέσσερις μήνες- σε κατάλληλους ψυκτικούς θαλάμους, αλλά στη διάρκεια αδρανοποίησης τους χάνουν το 20-25% του βάρους τους.
Οι ελληνικές εξαγωγές νωπού σαλιγκαριού κατευθύνονται κυρίως σε Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία και Νότια Αφρική, το χαβιάρι σαλιγκαριού υποδέχονται σε ΗΠΑ και ΗΑΕ και τα κονσερβοποιημένα προϊόντα «πετούν» στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης.
Ε.Α.