Τους τρόπους με τους οποίους τα κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη μπορούν να αντιπαρέλθουν τις προκλήσεις στο νέο περιβάλλον της γενικευμένης αβεβαιότητας και των οικονομικών πιέσεων, στην προσπάθειά τους να υιοθετήσουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εξέτασαν ειδήμονες και πολιτικοί σε συζήτηση που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου «Financial Times and Kathimerini Energy Transition Summit: East Med & South East Europe», το οποίο διοργανώνεται στην Αθήνα το διάστημα 17 και 18 Ιουνίου.
Στη συζήτηση που συντόνισε ο αναλυτής και διευθυντής έρευνας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Institute of International Relations) Κων/νος Φίλης, συμμετείχαν οι Ζίμον Κάρντας (Szymon Kardaś), αναλυτής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις (European Council on Foreign Relations), Τζούλιαν Ποπόφ (Julian Popov), πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Υδάτων της Βουλγαρίας και Τσαρλς Έλλινας (Charles Ellinas), CEO της E-C Natural Hydrocarbons Company Ltd.
Όπως τόνισε ο κ. Κάρντας η αλλαγή της ενεργειακής στρατηγικής στην Ευρώπη εδράζεται σε καλούς πυλώνες, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 2-3 χρόνια μέσα από το πρόγραμμα Repower EU, καθώς κατόρθωσε να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Όπως πρόσθεσε, μολονότι πρόκειται ακόμη για μία εργασία εν εξελίξει, η Ευρώπη κατόρθωσε με αποτελεσματικούς τρόπους να αντιμετωπίσει τα περίπου 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου και να μειώσει το επίπεδο εξάρτησης από σχεδόν 45% το 2021, σε κάτι λιγότερο από 20% το 2024. Μολονότι ακόμη δεν μπορεί να αποκοπούμε από το ρωσικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), μέσα από τους αγωγούς της Gazprom, που εξήγαγε περίπου 140-145 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, το επίπεδο αυτό μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, οι όγκοι αυτοί πλέον διέρχονται μέσα από εναλλακτικούς αγωγούς και τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας. Όμως εκείνο που έχει σημασία είναι πως έχει αναδιαμορφωθεί η ενεργειακή ατζέντα της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση και αναπτύχθηκαν όλες τις νομικές δράσεις κι έχουν υιοθετηθεί και όλοι οι θετικοί σχεδιασμοί για το ευρωπαϊκό green deal και τώρα συνδέονται με την ιδέα των καθαρών βιομηχανικών συμφωνιών.
Όπως τόνισε ο ίδιος, αυτό αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της στρατηγικής για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ μακροπρόθεσμα, καθώς η ήπειρος εξαρτάται κυρίως από τις εισαγωγές (σε επίπεδο 60%) και η αντικατάσταση της Ρωσίας με το Κατάρ ή τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα δεν λύνει το ζήτημα της ενεργειακής ενδυνάμωσης της.
Ο κ. Κάρντας τόνισε πως το σημαντικό ζήτημα είναι να αυξηθούν οι δεξιότητες της ΕΕ σε επίπεδο παραγωγής, γιατί η αντικατάσταση της μίας εξάρτησης από την άλλη δεν λύνει το πρόβλημα -ιδίως σε περιστάσεις γεωπολιτικής κρίσης, όπως στην περίπτωση του Κατάρ ή αύξησης των τιμών, όπως συμβαίνει με το αμερικανικό LNG (που καλύπτει το 18% των ευρωπαϊκών αναγκών) και την πολιτική δασμών του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως τόνισε ο κ. Κάρντας, η ΕΕ δεν πρέπει να εξαρτηθεί πάρα πολύ από τις προμήθειες αυτές, αλλά να έχει μία πολιτική που βασίζεται στη διαφοροποίηση των πηγών και των δικών της προμηθειών, με γνώμονα και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και χρειάζεται έναν ξεκάθαρο σχεδιασμό με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να αποφευχθούν μεμονωμένες εγωιστικές εθνικές στρατηγικές που θα οδηγούσαν σε αποτελέσματα όχι θετικά για το σύνολο της ΕΕ.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως η εμπειρία με τη Ρωσία, μας έχει διδάξει πως δεν πρέπει να υπάρχει σταθερή αλληλεξάρτηση, ιδίως με χώρες πολιτικά ασταθείς οι ίδιες ή που βρίσκονται σε πολιτικά ασταθείς περιοχές ή έχουν καθεστώτα που δεν συμμερίζονται τις ίδιες αξίες με την ΕΕ. Απεναντίας, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε στρατηγικές για την ενεργειακή μετάβαση πιο ευθυγραμμισμένες σε μία πιο συλλογική αναφορικά προς τις εγγυήσεις πολιτική, για να αποφευχθούν εγωιστικές ή μεγαλομανείς τάσεις μεμονομένων κρατών, και να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής διάστασης ενεργειακής διπλωματίας ή της εξωτερικής ενεργειακής πολιτικής.
Από την πλευρά του ο κ. Ποπόφ υπογράμμισε πως πλέον στην ΝΑ Ευρώπη διαπιστώνουμε την κατάρρευση του ενεργειακού μοντέλου που βασίζεται στον άνθρακα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως έχει καταγραφεί και στην Ελλάδα με τον λιγνίτη. Και αυτό συμβαίνει διότι η εξάρτηση σε άνθρακα επιβραδύνεται λόγω των αγορών, μιας και στην περίπτωση της Βουλγαρίας, επί του παρόντος, πάνω από 50% του ηλεκτρισμού παράγεται από ηλιακή ενέργεια και μόνο 8-9% από τον άνθρακα, όταν ο άνθρακας έχει την ικανότητα να παράξει πολύ μεγαλύτερα ποσοστά, αλλά δεν μπορεί να στηρίξει τις χαμηλές τιμές που προέρχονται από την ηλιακή ενέργεια.
Ο κ. Ποπόφ ωστόσο, επεσήμανε το πρόβλημα με την εγκατάσταση και με την αποθήκευση μπαταριών λόγω της εξαιρετικής μεταβλητότητας των τιμών του ηλεκτρισμού, ενώ αυτός ο τομέας της αποθήκευσης μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο κέρδους. Όπως επεσήμανε, αυτό το ζήτημα δεν βλέπουμε να λύνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και δεν υπάρχει λόγω κόστους κυβερνητικό σχέδιο για αποθήκευση, την ώρα που υπάρχουν τέτοια σχέδια για το υδρογόνο. Τόνισε δε, πως αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη χρημάτων ή τις γεωπολιτικές εντάσεις, αλλά κατά κύριο λόγο, στις τεχνικές καθυστερήσεις που επιβραδύνουν τις επενδύσεις, για παράδειγμα την αιολική ενέργεια, καθιστώντας αναγκαία την αναπλήρωση με το φυσικό αέριο. Επίσης, ο κ. Ποπόφ συνέδεσε την βραδύτητα αυτή με τα προβλήματα ανάπτυξης ΑΠΕ στα Δυτικά Βαλκάνια, στα οποία οι αγορές δεν είναι συνδεδεμένες και ενσωματωμένες σε αυτές της ΕΕ και είναι συνδεδεμένες μερικώς. Προέβλεψε ωστόσο, πως σε 2-3 χρόνια θα υπάρχει διαφορετική εικόνα, καθώς κι οι χώρες της περιοχής με γοργό ρυθμό αναπτύσσουν την αιολική και ηλιακή ενέργεια. Η αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ, η μείωση της ενέργειας από άνθρακα (σε Βουλγαρία, Ελλάδα, Ρουμανία) και η μείωση της εξάρτησης από φυσικό αέριο, σε συνδυασμό με τη λύση του προβλήματος των μπαταριών, θα έχει θετικό αντίκτυπο, γιατί οι αγορές δουλεύουν σήμερα για τις ΑΠΕ και την επέκταση των δικτύων διασύνδεσης.
Ο κ. Ποπόφ υπογράμμισε επίσης πως πλέον οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις συνδέονται με τις ΑΠΕ, τις μπαταρίες, τα μεταδίκτυα και τους διασυνδετήριους αγωγούς και πλέον δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς διασύνδεσης με τη Ρωσία. Οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν το ότι δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής, ούτε και εμπιστοσύνη στην προμήθεια από τις ΗΠΑ. Ωστόσο επεσήμανε πως η ΕΕ βρίσκεται πάρα πολύ μακριά ακόμη από την Κίνα, όσον αφορά τον εξηλεκτρισμό, καθώς εκεί ο εξηλεκτρισμός της ενέργειας ήδη ανέρχεται στο 30%, ενώ στην Ευρώπη φθάνει το 20-22% με στόχο της Κομισιόν να ανέλθει στο 30% έως το 2030.
Ο κ. Έλλινας, στην εισήγησή του αναφέρθηκε στην κεντρική σημασία που έχει για τις εξαγωγές ενέργειας η κατάρρευση του ενεργειακού μοντέλου της Αιγύπτου, που από εξαγωγέας φυσικού αερίου έχει καταστεί ο μεγαλύτερος καταναλωτής του στη Μεσόγειο. Τα μεγάλα προβλήματα στην οικονομίας της και η αθέτηση πληρωμών προς τις πετρελαϊκές εταιρείες έχουν ρίξει κατά 30% τα επίπεδα παραγωγής της, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στην ηλεκτροδότηση και την ανάπτυξη. Πλέον, με την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ-Ιράν, οι ανάγκες για εισαγωγές θα γίνουν μεγαλύτερες καθώς ο κύριος προμηθευτής της, το Ισραήλ, έχει κλείσει πολλές εγκαταστάσεις του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Αίγυπτος να αναζητεί εισαγωγές και το ισοζύγιο πληρωμών είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Αυτές οι εξελίξεις είναι δυσοίωνες γιατί η κατάσταση των black out μπορεί να επηρεάσει την τεράστια αυτή χώρα των 160 εκατ. κατοίκων, για την οποία κανείς δεν εύχεται μία ανατροπή του καθεστώτος της, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Μόρσι.
Όπως τόνισε ο κ. Έλλινας, μολονότι η Κύπρος έχει υπογράψει συμφωνία για να εξάγει ενέργεια στην Αίγυπτο, μετά τους βομβαρδισμούς στο Ιράν, οι εξελίξεις από τις εξαγωγές του Ισραήλ είναι αβέβαιες. Άρα δεν γνωρίζουμε αν η εξαγωγές θα συνεχιστούν, ενώ οι άλλες εξαγωγές ενέργειας προς την Ευρώπη πραγματοποιούνται πλέον μόνον μέσα από τους διασυνδετήριους αγωγούς.
Ο ίδιος τόνισε πως θα πάρει πάρα πολύ καιρό να επιτευχθεί η σταθεροποίηση στην περιοχή, αλλά παράλληλα αναδύονται και μεγάλες ελπίδες για συνεργασία χωρών πέριξ της Μ. Ανατολής για την ενεργειακή διασύνδεση. Μία συνεργασία που θα πρέπει να αυξήσουν όλες οι χώρες που θέλουν να επωφεληθούν από την αύξηση της ζήτησης και επέκτασης των ΑΠΕ. Για τον ίδιον, είναι πολύ σημαντικό να προωθηθεί το πρόγραμμα του GSI, που έχει χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ με 57 δισ. και έχει παγώσει γιατί η πολιτική της Τουρκίας κι οι παράλογες απαιτήσεις οδήγησαν σε σημαντικές καθυστερήσεις λόγω του παράνομου και μη αναγνωρισμένου από την ΕΕ τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Επεσήμανε πόσο σημαντική είναι η συνεργασία με το Ισραήλ, όχι μόνο για τις εξαγωγές, αλλά και τις εισαγωγές ενέργειας, τόνισε πως είναι βασικό να αυξηθεί η διαθεσιμότητα της Κύπρου και υπενθύμισε πως χρειάζονται επενδύσεις στην Αίγυπτο με ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς η ανάγκη από ορυκτά καύσιμα και φυσικό αέριο ως περιφερειακή πηγή παροχής ενέργειας θα είναι για πολύ καιρό ακόμη αναγκαία, άρα λοιπόν η Αίγυπτος μπορεί να συνεισφέρει στην επίτευξη των στόχων που έχει θέσει μακροπρόθεσμα η ΕΕ.
On camera δηλώσεις:
https://www.amna.gr/video-services/544358/Corporate%20Videos (YouTube)
https://www.youtube.com/@AMNAwebTV (YouTube)
https://we.tl/YlDOktCGSn (φυσικά άρχεία)
Γιώργης-Βύρων Δάβος