Ολοκληρώθηκε στην επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης η επεξεγασία του σχεδίου νόμου «Μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2022/868 (πράξη για τη διακυβέρνηση δεδομένων) – Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/903 (Κανονισμός για τη διαλειτουργική Ευρώπη) – Ηλεκτρονική εφαρμογή “my street” – Ρυθμίσεις για την προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης». Το σχέδιο νόμου εισάγεται αύριο στην Ολομέλεια. Υπέρ του νομοσχεδίου έχει ταχθεί η Νέα Δημοκρατία. Επιφύλαξη, για την τελική της στάση στην Ολομέλεια, έχει δηλώσει η αντιπολίτευση, με εξαίρεση το ΚΚΕ και τη Νέα Αριστερά που έχουν πει ότι καταψηφίζουν επί της αρχής.
Κλείνοντας τη δεύτερη ανάγνωση, ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Δημήτρης Παπαστεργίου επανέλαβε ότι η βασική αρχή της παρούσας νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι πως όλα τα δεδομένα είναι εφεξής ανοιχτά εκτός από αυτά που είναι προστατευόμενα δεδομένα. «Είναι σημαντικό νομοσχέδιο γιατί οι πάροχοι έχουν δικά τους δεδομένα και δεν είναι σίγουρο ότι θα χρειαστούν δεδομένα από τη μεριά του ελληνικού Δημοσίου, για να χαράξουν πολιτικές ή προϊόντα. Οι μικροί είναι αυτοί που θέλουν δεδομένα και τους μικρούς κυρίως “βάζει στο παιχνίδι” ο ευρωπαϊκός κανονισμός, προκειμένου πλέον όλοι ισότιμα, στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού, να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα. Μάλλον οι μεγάλες πλατφόρμες έχουν περισσότερα δεδομένα για εμάς, ως χρήστες, από ό,τι έχει το ελληνικό Δημόσιο», είπε ο κ. Παπαστεργίου και υπογράμμισε ότι με τις τιθέμενες διατάξεις, «πάμε να δούμε με ποιους όρους αυτά τα δεδομένα θα ανοίξουν, πλην των προστατευόμενων δεδομένων». Το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης γίνεται το σημείο επαφής, όπως είπε, χωρίς όμως να συγκεντρώνει εκείνο τα δεδομένα αλλά θα είναι αυτό που θα βοηθήσει ένα προς ένα τα υπουργεία ώστε να δώσουν ή να αιτιολογήσουν γιατί δεν θα δίνουν κάποια δεδομένα. Ο κ. Παπαστεργίου αναφέρθηκε και στις υπηρεσίες διαμεσολάβησης και τους φορείς αλτρουισμού, «που θα κινήσουν τις διαδικασίες αλλά με πάρα πολύ αυστηρό πλαίσιο, το οποίο μάλιστα προβλέπει και σημαντικά πρόστιμα», σε περιπτώσεις παραβίασης του πλαισίου. «Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κάθε φορέας, ερευνητικό κέντρο ή πανεπιστήμιο, από πού θα μπορεί να αντλεί δεδομένα και πού θα πρέπει να απευθυνθεί για αυτά», είπε ο κ. Παπαστεργίου και στάθηκε στην πρόνοια του σχεδίου νόμου προκειμένου να δομηθεί εθνική στρατηγική για τα δεδομένα. Ήδη άλλωστε το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, μέσω του ΤΑΑ, “τρέχει” το έργο των μεγάλων δεδομένων και γι’ αυτό, από το καλοκαίρι, ζητήθηκε από όλα τα υπουργεία να δηλώσουν τα προβλήματα που έχουν και που θα μπορούσαν να λυθούν με τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης ή μηχανικής μάθησης, αν έχουν δεδομένα και ποια είναι αυτά, σε ποιο βαθμό είναι μορφοποιημένα. Παράλληλα “τρέχει” και το έργο των ανοιχτών δεδομένων και το data classification, “η κατηγοριοποίηση” ως προς την επικινδυνότητα των δεδομένων, δηλαδή ποια ανοίγουν και ποια μένουν κλειστά.
Ο υπουργός αναφέρθηκε και στην υπογραφή της σύμβασης για την κατασκευή του εθνικού υπερυπολογιστή, της «καρδιάς του συστήματος τεχνητής νοημοσύνης», για το ελληνικό Δημόσιο. Όπως είπε, είναι μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία και για να γίνει η τεχνητή νοημοσύνη ακόμη πιο προσιτή για τις νεοφυείς επιχειρήσεις, για το ελληνικό οικσύστημα τεχνολογίας. Η τεχνητή νοημοσύνη θέλει υποδομές και θέλει δεδομένα, είπε ο κ. Παπαστεργίου.
Αναφερόμενος στις διατάξεις για τη θυρίδα του πολίτη, ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης είπε ότι στόχος είναι όλα τα έγγραφα, μηνύματα από το Δημόσιο, να συγκεντρώνονται και να αρχειοθετούνται εκεί. «Είναι πολύ σημαντικό και για λόγους κυβερνοασφάλειας. Πάρα πολλά μηνύματα το τελευταίο διάστημα, προσπαθούν να ξεγελάσουν τους πολίτες με sms με email, ότι το ελληνικό Δημόσιο θέλει να επικοινωνήσει μαζί τους. Ο πιο ασφαλής τρόπος είναι τα μηνύματα του Δημοσίου να περνούν μέσα από το wallet, για να μπορέσουμε να προστατεύσουμε τους πολίτες και από τέτοιες προκλήσεις»”, ανέφερε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Νωρίτερα, από τους εισηγητές και ειδικούς αγορητές που έλαβαν τον λόγο, ο Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης (ΝΔ) είπε ότι κύριος στόχος είναι η δυνατότητα ασφαλούς χρήσης των δεδομένων που βρίσκονται στην κατοχή φορέων του Δημοσίου και η ρύθμιση της αγοράς υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεδομένων και των οργανώσεων αλτρουισμού δεδομένων. «Είναι σαφές ότι από τα δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους οι δημόσιοι φορείς, μπορεί να εξαχθεί πληθώρα γνώσεων, χωρίς να παραβιαστεί ή να κινδυνεύσει ο προστατευόμενος χαρακτήρας τους. Μια πληθώρα γνώσεων, ωφέλιμη και για την υγεία και για την καθημερινότητα ακόμα και για την οικονομία της Ελλάδας και των πολιτών της», είπε ο εισηγητής της ΝΔ και υπογράμμισε ότι με αυτό το νομοσχέδιο θα γίνει εφικτή η αξιοποίηση αυτού του εθνικού πλούτου.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Απόστολος Πάνας είπε ότι το νομοσχέδιο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών διαδικασιών και την ενίσχυση της διαφάνειας. «Παρόλα αυτά, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που χρειάζονται προσεκτική διαχείριση, ώστε να δημιουργηθούν οι βέλτιστες συνθήκες ενσωμάτωσης του κοινοτικού πλαισίου στην ελληνική πραγματικότητα και προκειμένου να είναι θετικός ο αντίκτυπος στην κοινωνία, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες», είπε ο κ. Πάνας και κάλεσε το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης να υιοθετήσει τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ, προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανοιχτή διάθεση δεδομένων μπορεί να ενισχύσει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, να υποστηρίξει τη διαμόρφωση πολιτικών βασισμένων σε αποδείξεις, γι΄αυτό η διαχείριση των δεδομένων απαιτεί αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας ώστε να αποτρέπεται η ακούσια ή κακόβουλη έκθεση ευαίσθητων πληροφοριών, τόνισε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Η ειδική αγορήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου σχολίασε ότι οι παρατηρήσεις και του κόμματής της και των υπολοίπων κομμάτων δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση από την κυβέρνηση, δεν έτυχαν της προσοχής και της σημασίας που θα έπρεπε αν και έχει επισημανθεί ότι με το νομοσχέδιο υποβαθμίζεται και ουδετεροποιείται η σημασία για τα οφέλη του DGA και της διαλειτουργικότητας. «Τονίσαμε τα οφέλη που δυνητικά θα επιφέρει η σωστή εφαρμογή των Κανονισμών, που έχουν ως κύριο στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού οικοσυστήματος δεδομένων. Εκφράσαμε όμως και την ανησυχία και την ένστασή μας ότι, παρά τη σημασία αυτών των Κανονισμών, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική καθυστέρηση στην εφαρμογή τους και κρίνοντας από την πληθώρα των ασαφών ρυθμίσεων του νομοσχεδίου, καταλαβαίνουμε ότι μάλλον μέλημά σας ήταν να προλάβετε τις προθεσμίες και όχι να δείτε την ουσία», είπε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ Αφροδίτη Κτενά είπε ότι η Πράξη περιγράφει το όραμα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων για να κοινό ευρωπαϊκό χώρο δεδομένων, μιας ενιαίας δηλαδή αγοράς δεδομένων, στην οποία τα δεδομένα των πολιτών, δεδομένα προστατευμένα που έχουν στην κατοχή τους δημόσιοι φορείς, θα αποτελέσουν πεδίο κερδοφορίας. «Μιλάμε για μια Πράξη, άρα και το νομοσχέδιο, που προωθεί την αποτελεσματικότερη εμπορική αξιοποίηση των δεδομένων που αποτελούν τον νέο χρυσό, τον χρυσό της εποχής μας, με αποτελεσματικότερη κατηγοριοποίηση των πολιτών και διασυνοριακό φακέλωμα. Μιλάμε για διευκόλυνση της πρόσβασης σε μεγαλύτερες δεξαμενές δεδομένων και πελατείας για τους επιχειρηματικούς ομίλους που θα τα εκμεταλλεύονται», ανέφερε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ.
Η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας Ελένη Καραγεωργοπούλου στάθηκε στο άρθρο για την “Ένταξη Κτηματολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης στο Κτηματολογικό Γραφείο Κεντρικής Μακεδονίας” και κάλεσε το υπουργείο να το αποσύρει γιατί «ο νομικός κόσμος έχει επαναστατήσει» επειδή είναι μια εξέλιξη αιφνιδιαστική, χωρίς προηγούμενη μελέτη των επιπτώσεων. Η βουλευτής προέβλεψε ότι θα δημιουργηθεί τεράστια επιβάρυνση στο ήδη “χαοτικό” ζήτημα του Κτηματολογίου. «Συγχωνεύετε το Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης με επιμέρους υποκαταστήματα που είναι πολύ προβληματικά στη λειτουργία τους από το ίδιο το Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, όπως είναι αυτά της Κατερίνης και του Κιλκίς», είπε η βουλευτής και σημείωσε ότι οι εκκρεμότητες στις καταχωρήσεις συμβολαίων στο Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης ανέρχονται σε 45.000 αιτήσεις περίπου.