Σημαντική πρόοδο στην κατανόηση της επίδρασης της υπερευαισθησίας στο νικέλιο σε ασθενείς που υποβάλλονται σε διαδερμική σύγκλειση του PFO, μια επέμβαση που χρησιμοποιείται για την πρόληψη επαναλαμβανόμενων ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΙΑΕΕ) σε ασθενείς με προηγηθέν ΙΑΕΕ, που δεν βρέθηκε σαφή αιτία (κρυπτογενές), προέκυψε από μια ελληνική μελέτη που δημοσιεύθηκε για τους ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο και ανοικτό ωοειδές τρήμα, μια κατάσταση που συνδέει καρδιά και εγκέφαλο.
Συγκεκριμένα μελετήθηκε η υπερευαισθησία στο νικέλιο στις συσκευές σύγκλεισης του βατού ωοειδούς τρήματος (Patent Foramen Ovale -PFO). Οι συσκευές σύγκλεισης του PFO, όπως η Amplatzer PFO Occluder και η Gore Cardioform Septal Occluder περιέχουν νικέλιο, το οποίο είναι γνωστό ότι προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις, κυρίως με τη μορφή δερματίτιδας εξ επαφής, σε περίπου 20-30% του γενικού πληθυσμού. Ωστόσο, η κλινική σημασία της υπερευαισθησίας στο νικέλιο μετά από τη διαδερμική σύγκλειση του PFO παραμένει υπό συζήτηση.
Η μελέτη είχε ως στόχο να αξιολογήσει τα ανεπιθύμητα συμβάντα σε ασθενείς με υπερευαισθησία στο νικέλιο που υποβάλλονται σε σύγκλειση του PFO, συγκριτικά με ασθενείς χωρίς, καθώς και να συγκρίνει τις δύο συσκευές μεταξύ τους.
Το κύριο συμπέρασμα της μελέτης
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι οι ασθενείς με υπερευαισθησία στο νικέλιο μπορούν να υποβληθούν με ασφάλεια σε επέμβαση σύγκλεισης του PFO. Παρόλο αυτό, έχουν στατιστικά σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης του «συνδρόμου της συσκευής» μετά από σύγκλειση του PFO. Τόσο η συσκευή Amplatzer όσο και η Gore έδειξαν παρόμοια ασφάλεια και αποτελεσματικότητα σε αυτήν την πληθυσμιακή ομάδα. Οι ασθενείς με υπερευαισθησία στο νικέλιο έχουν 10πλάσιο κίνδυνο για να αναπτύξουν συμπτώματα το πρώτο τρίμηνο. Ωστόσο, τα ευρήματα υποδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η επιλογή της συσκευής και να βελτιωθούν τα αποτελέσματα σε ασθενείς με υπερευαισθησία στο νικέλιο. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν οι μηχανισμοί που συνδέουν την υπερευαισθησία στο νικέλιο με ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως η φλεγμονή και πιθανώς η αρρυθμιογένεση.
Η μελέτη διεξήχθη στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του Αναστάσιου Αποστολού, από την Μονάδα Δομικών Καρδιοπαθειών, της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», στην οποία είναι υπεύθυνος ο καθηγητής Καρδιολογίας Κωνσταντίνος Τούτουζας σε συνεργασία με το Τμήμα Δερματικών Δοκιμασιών της Α’ Δερματολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «Α. Συγγρός», στο οποίο υπεύθυνος είναι ο αναπληρωτής καθηγητής Γρηγόριος Σταματίου και χρηματοδοτήθηκε από την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία.
Η μελέτη παρουσιάστηκε ως Late Breaking Trial στο συνέδριο Cardiovascular Research Technologies (CRT) 2025 στην Ουάσινγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στις 9/3/2025, σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνή συνέδρια επεμβατικής καρδιολογίας. Ταυτόχρονα, δημοσιεύτηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά περιοδικά επεμβατικής καρδιολογίας παγκοσμίως, στο Circulation: Cardiovascular Interventions.
Οι συγγραφείς της μελέτης ευχαριστούν πολύ όσους συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της μελέτης, με ιδιαίτερη αναφορά στον καθηγητή Γεώργιο Τσιβγούλη, διευθυντή της Β’ Πανεπιστημιακής Νευρολογικής Κλινικής, την καθηγήτρια Σοφία Βασιλοπούλου στην Α’ Νευρολογική Κλινική του ΕΚΠΑ και την διευθύντρια ΕΣΥ Μαρία Γρύλλια του Νοσοκομείου «Γεννηματά».
Επίσης τους διευθυντές της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο ΓΝΑ «Ιπποκράτειο» καθηγητή Κωνσταντίνο Τσιούφη, και της Α’ Δερματολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο «Α. Συγγρός» καθηγητή Αλέξανδρο Στρατηγό.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, καθηγητής Καρδιολογίας Κωνσταντίνος Τούτουζας σε δήλωσή του στο ΑΠΕ αναφέρει: «Η συγκεκριμένη ιδιαίτερα σημαντική ελληνική μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, αναδεικνύει ότι στην Ελλάδα, παρά τις δυσμενείς συνθήκες στον τομέα της έρευνας, παράγεται επιστημονικό έργο υψηλού επιπέδου. Η μελέτη προέκυψε από την αγαστή συνεργασία εξαιρετικών επιστημόνων και έτυχε θερμής υποδοχής από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα».
Εφη Φουσέκη